Παρασκευή, Δεκεμβρίου 08, 2006

Άντρες υπάρχουν ακόμα... (part II)



Σκηνή 5η

Κάποια βράδια που βαριέται ο Ranxerox , πηγαίνει καμιά βόλτα σε κωλόμπαρα. Στα συνοικιακά αυτά μπαράκια υπάρχουν κοπέλες που κάνουν κονσομασιόν – κατ’ αρχήν – και στη συνέχεια ό,τι προκύψει , φυσικά εκτός μαγαζιού και κατόπιν συμφωνίας. Η μουσική υπόκρουση δεν είναι του γούστου του, λαϊκά της τελευταίας υποστάθμης. Ο Ranxerox έχει ιδιαίτερα καλλιεργημένο μουσικό γούστο: Στα πολλά βινύλια που έχει περιλαμβάνονται σπάνιες ηχογραφήσεις της Μαρία Κάλλας, πολλή jazz (Miles Davis, Dexter Gordon και τα συναφή), Αγγλική σκηνή 80’ς, Bauhaus, Residents, τέτοια πράγματα.

Ένα βράδυ σε κάποιο τέτοιο μαγαζί, γνωρίζει μια Βουλγάρα ονόματι Ιβάνκα. Μια κοπέλα του γούστου του, με καμπύλες ιδιαιτέρως τονισμένες μπρος και πίσω, ανθεκτική, γυναίκα της γης, γυναίκα που αντέχει στις πάσης φύσεως κακουχίες ή που τουλάχιστον έτσι δείχνει. (Παρένθεση: Είναι διάσημη η ατάκα του Ran, όταν βλέπει κάποια ωραία αλλά μικροκαμωμένη κοπέλα, χαριτωμένη, αδύνατη και τσαχπινούλα: « Άσε με ρε μάγκα, αυτές χαλάνε εύκολα!») Με την Ιβάνκα από την αρχή υπήρξε χημεία. Κάθισαν σε δύο φθαρμένα σκαμπό στο μπαρ και την κέρασε ποτό. Μίλησαν και γνωρίστηκαν. Μετά το δεύτερο ποτό «μετακόμισαν» σε έναν καναπέ – ευτυχώς ήταν αρκετά σκοτεινά για να μην φαίνονται οι λεκέδες από την χρήση του. Συνέχισαν να μιλούν, άγγιξαν ο ένας τον άλλο, φιλήθηκαν και μετά από τέσσερα ποτά ο Ranxerox έφυγε. Πριν βγει από το μαγαζί κανόνισαν απογευματινό καφέ σε καφετέρια που ήξεραν κι οι δύο. Ο Ran έκανε παρέα τόσα χρόνια με τέτοιες κοπέλες, που κατείχε τον κώδικα επικοινωνίας. Δεν είναι εύκολο να κλείσεις ραντεβού με μια κοπέλα σαν την Ιβάνκα, είναι πολύ επιφυλακτική και με το δίκιο της. Ποτέ όμως αυτό δεν εμπόδισε τον Ranxerox.

Σκηνή 6η (συνέχεια της 5ης )

Η Ιβάνκα δεν πήγε στο ραντεβού της με τον Ran. Αυτός κάθισε, ήπιε τον καφέ του για καμιά ώρα και μετά έφυγε τσατισμένος. Δεν είχε συνηθίσει να τον στήνουν και πάντως όχι κοπέλες σαν την Ιβάνκα, ο κώδικας που λέγαμε.

Άφησε να περάσει μια βδομάδα, να χαλαρώσει λίγο και ξαναπήγε στο κωλόμπαρο. Πήγε την ίδια μέρα που είχε πάει και την προηγούμενη φορά – έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες να πετύχεις ξανά την κοπέλα που θέλεις, συνήθως τα ρεπό τους είναι σταθερά. Βρήκε την Ιβάνκα ή μάλλον καλύτερα τον εντόπισε αυτή. Ήρθε και κάθισε δίπλα του. Έσκυψε να τον φιλήσει στο μάγουλο. Τραβήχτηκε. «-Άσε τις μαλακίες με μένα, καριόλα» βρυχήθηκε. «-Παράτα με ήσυχο μην τα πάρω στο κρανίο», συνέχισε καθώς η Ιβάνκα έκανε να του μιλήσει. Σταμάτησε αλλά δεν απομακρύνθηκε. Την κοίταζε με την περιφερική του όραση, ενώ έκανε πως παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα στο μπαρ. Πέρασαν πάνω από πέντε λεπτά και η Ιβάνκα εκεί. «- Τι θέλεις;» της είπε καθώς γύριζε προς το μέρος της. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Σιωπηλό κλάμα. Μαλάκωσε ο Ranxerox, δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Δεν μίλησε. Μίλησε αυτή: « -Ήθελα τόσο πολύ να έρθω για καφέ μαζί σου, μα δεν με άφησαν». Και του εξήγησε. Έμενε με μια ξαδέρφη της Βουλγάρα που δούλευε σε στριπτιζάδικο. Ζούσαν μαζί με το γκόμενό της, έναν Αλβανό. Οι δυο τους την έβγαζαν βίζιτα. Της έπαιρναν τα λεφτά. Την ανάγκαζαν να κάνει κάτι που δεν ήθελε, γιατί δεν είχε άδεια παραμονής στην Ελλάδα. Δεν την άφηναν, όπως ήταν φυσικό, να συναντά κανέναν εκτός κι αν ήταν για να γαμηθεί – επί πληρωμή. Κι όση ώρα του εξηγούσε, τα δάκρυα δε σταμάτησαν να κυλούν ήσυχα και λυτρωτικά. Ο Ran την γύρισε απαλά προς τα δεξιά, για να μην φαίνεται από τον μπάρμαν ότι κλαίει. Του τα είπε όλα. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο μίλαγε, χωρίς κι η ίδια να καταλάβει γιατί.

Όταν τελείωσε ο μονόλογός της Ιβάνκα, ασχολίαστος εντελώς από τον Ranxerox, αυτός σηκώθηκε, πήγε στον υπεύθυνο του μαγαζιού και ήρεμα τον πληροφόρησε πως η κοπέλα θα πάει να αλλάξει και θα φύγει μαζί του. Ο υπεύθυνος κατένευσε και την έστειλε να πάρει τα πράγματά της. Υπάκουσε χωρίς να ρωτήσει τι και πώς. Πώς θα μπορούσε άλλωστε…

Βγήκαν στο δρόμο και πήγαν στο αυτοκίνητό του. Τότε και μόνο τη ρώτησε:

« -Θέλεις να φύγεις από το σπίτι της ξαδέρφης σου; Θέλεις να γλιτώσεις απ’ αυτούς;» Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Δεν μπορούσε ούτε να πει το «ναι», μήπως γίνει κάτι και χαλάσει η στιγμή, φοβόταν μήπως τελειώσει το παραμύθι. Πέρασαν από το σπίτι του Ran και πετάχτηκε να πάρει το όπλο του. Σε ένα τέταρτο ήταν στο σπίτι όπου έμενε η Ιβάνκα, πεντέμισι τα ξημερώματα. Άνοιξε με τα κλειδιά της, αλλά για πρώτη φορά δεν μπήκε μόνη της. Το αλβανοβουλγαρικό ζεύγος ήταν στο τραπέζι της κουζίνας. Μπήκε και πίσω της όρμηξε ο Ran. Κατευθύνθηκε προς τον Αλβανό και του φέρμαρε το περίστροφο στη μούρη. Τον κοίταξε με το βλέμμα που μόνο αν δει κάποιος μπορεί να καταλάβει, ένα βλέμμα που καθιστούσε το περίστροφο περιττό. « -Το κορίτσι θα μαζέψει τα πράγματά της και θα φύγει μαζί μου. Αν την ψάξεις, αν την ενοχλήσεις ξανά, όταν σε βρουν θα δυσκολευτούν πολύ να αναγνωρίσουν το πτώμα σου. Κατάλαβες παλιόπουστα;» Ο Αλβανός, με το μέταλλο στο δεξί του μάγουλο, ψέλλισε σε σπαστά ελληνικά κάτι σαν «-Εντάξει φίλε, ό,τι θες, πάρτη, σύμφωνοι». Η Ιβάνκα έκανε λιγότερο από πέντε λεπτά να μαζέψει τα πράγματά της, χρόνο στον οποίο ο Ranxerox πήγε προς το ψυγείο – σημαδεύοντας πάντα τον κατακίτρινο Αλβανό και την χεσμένη ξαδέρφη με το όπλο – το άνοιξε και σερβιρίστηκε μια μπύρα.

Όταν έφτασαν στο σπίτι του Ran, είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ξάπλωσαν μαζί . Όταν αποκοιμήθηκαν η ώρα ήταν ήδη 10 το πρωί.

Σκηνή 7η

Το καλοκαίρι ο Ranxerox τηρούσε την τάξη σε ένα μεγάλο παραλιακό σκυλάδικο. Καθόταν στο μπαρ, έπινε τα ποτά του και όταν υπήρχε κάποιο πρόβλημα το έλυνε. Τις περισσότερες φορές μάλιστα, κανείς από τους διασκεδάζοντες δεν έπαιρνε χαμπάρι.

Μια νύχτα, η ώρα είχε φθάσει πέντε τα χαράματα, και τίποτα δεν είχε συμβεί. Ο Ran βαριόταν και περίμενε υπομονετικά να κλείσει το μαγαζί, για να πάει να κοιμηθεί. Κάποια στιγμή, με την άκρη του ματιού του έπιασε ένα ζευγάρι στο βάθος του μπαρ, να λογομαχεί έντονα. Συνέχισε να τους παρατηρεί διακριτικά. Και έτσι ήταν σε εγρήγορση, όταν ο άντρας πλάκωσε τη συνοδό του στα χαστούκια. Άνοιξε δρόμο ανάμεσα σε νεαρούς και νεαρές που χόρευαν μπροστά από το μπαρ και έφτασε στο ζευγάρι, την ίδια ώρα με δυο γκαρσόνια που είχαν δει τη σκηνή. Μπήκε ανάμεσα σ’ αυτόν και την κοπέλα, με φάτσα προς τον «βίαιο».

« - Ήρεμα ρε μάγκα» του είπε, « δεν είσαι σπίτι σου. Σε παρακαλώ κόφτο μην μπλέξουμε». Ο άλλος (γύρω στο 1.80 και αρκετά γυμνασμένος) τον κοίταξε και μάσησε. Είναι αδύνατο να δεις τον Ranxerox σε απόσταση αναπνοής από τη μούρη σου και να μην μασήσεις, εκτός αν είσαι τύφλα στο μεθύσι. Κατέβασε τα χέρια του και το θέμα έβαινε προς διευθέτηση. Και τότε πετάχτηκε η μαλακισμένη που τις έτρωγε: « -Τι ανακατεύεσαι εσύ ρε μαλάκα»; Πριν προλάβει ο Ran να γυρίσει να την κοιτάξει, ο άντρας θεώρησε πως τον μείωσε η παρέμβαση αυτής που πριν λίγο έδερνε. Τσαμπουκαλεύτηκε, ξαναφόρτωσε και επιτέθηκε στον Ranxerox. Λάθος. Μέγα λάθος. Τον άρπαξε ο Ran, τον σήκωσε στον αέρα και τον πέταξε πάνω στην πόρτα που αποτελούσε την «έξοδο κινδύνου». Έφυγε μαζί με την πόρτα και τους ξεκολλημένους μεντεσέδες και έπεσε στα σκαλιά που υπήρχαν πίσω από την πόρτα. Πριν σταματήσει η πτώση, ο Ran ήταν από πάνω του. Δεξί ζυγισμένο στο αριστερό ζυγωματικό του και πέντε-έξι γρήγορες και κοφτές μπουνιές στα πλευρά. Του κόπηκε η ανάσα από τον πόνο. «- Εντάξει ρε φίλε, εντάξει ρε φίλε, σταμάτα!!!». Ζητούσε κάτι όχι και τόσο εύκολο. Ο Ran ήταν σαν αγρίμι που μύρισε αίμα. Όταν άρχιζε, δύσκολα σταματούσε πριν έρθει το ασθενοφόρο. Αυτή τη φορά όμως, λυπήθηκε το βλάκα – που τον έμπλεξε η γκόμενα. Επίσης δεν ήθελε να δώσει συνέχεια στη βαβούρα, το μαγαζί ήταν καθωσπρέπει. Είχαν ήδη έρθει και τα γκαρσόνια και τον συγκρατούσαν. Σηκώθηκε, κοίταξε τον άλλο πεσμένο – το μάτι του είχε ήδη αρχίσει να πρήζεται και να κοκκινίζει. Το πρωί θα ήταν κατάμαυρο. Γύρισε, μπήκε στο μαγαζί, κοίταξε με απέχθεια τη μαλακισμένη που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και κοιτούσε και απομακρύνθηκε. Αποτελείωνε το ποτό του, την ώρα που το ζευγάρι περνούσε μπροστά του φεύγοντας. Μόλις τον προσπέρασαν έπιασε από τον ώμο τον άντρα και του ψιθύρισε στο αυτί « - Στο σπίτι δώσ’ της κι άλλες».


(To be continued...)

11 σχόλια:

allmylife είπε...

μόνο αυτός "δεν αφήνει το παραμύθι να τελειώσει"
Οι Ranx - μόνο.
Δεν ξέρω πιά αν είμαι τυχερή που είναι φίλοι μου...

Μπράβο Σόφο - καμαρώνω!!!

NinaC είπε...

Αμ εγώ? Δεν καμαρώνω εγώ?

Ε-ΞΑΙ-ΡΕ-ΤΙ-ΚΟ!

Λούκι είπε...

Τελικά, ο Ran είναι ωραίος τύπος! Θα ήθελα πολύ να τον γνωρίσω.

flexxus είπε...

Να υποθέσω ότι όλα τα πρόσωπα είναι φανταστικά και δεν υπάρχει καμία ομοιότητα με την πραγματικότητα της ζωής?

Sofogreg είπε...

@ allmylife

είσαι τυχερή που είναι φίλοι σου.

@ composition doll

Ευχαριστώ!!!

@ Λούκι

Μπορείς να τον γνωρίσεις όποτε θες.

@ Flexxus

Όλα τα πρόσωπα και οι ιστορίες είναι απολύτως αληθινές. Απλώς έχουν αλλαχθεί τα ονόματα.

skarthali είπε...

theiko to keimeno
k akoma pio theikos o Ranx!

etsi... giati ontos "ANTRES iparxoun akoma".

Ανώνυμος είπε...

Καλό. Το φαντάζομαι εικονογραφημένο - το έχεις σκεφτεί;

MaRia είπε...

Εγω θα ηθελα να δω τον Ranx σε ταινια μικρου μηκους .. πολυ θα τον καμαρωνα! 18 και σημερα!

Goudaki! είπε...

Σωστός ο Ran...

γιώργος είπε...

υπέροχο κείμενο...
τρομερός τύπος...
εμπειρία η γνωριμία μαζί του...

καληνύχτα...

Sofogreg είπε...

@ skarthali

ευχαριστώ καλή μου

@ vromios

ευχαριστώ πολύ. Θα το σκεφτώ.

@ μαράκι

17 και σήμερα.Εγώ τον καμαρώνω ούτως ή άλλως!

@ goudaki

φιλιά...

@ γιώργος

Όντως είναι τρομερός τύπος.