Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006

Black light, or you couldn't see the night

Όλο το βράδυ έμεινε στον καναπέ μας, καθισμένη στην αγκαλιά του Γάμμα. Έριχνα κλεφτές ματιές. Αδιαφορούσε πλήρως, ή έτσι τουλάχιστον έδειχνε. Της άνοιξε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, το οποίο και κατανάλωσε.
Παρατήρηση πρώτη – κάθε της κίνηση ήταν κίνηση γυναίκας. Ο τρόπος που έστρωνε τα μαλλιά της, το πώς έπαιρνε τσιγάρο από το πακέτο, πώς σταύρωνε τα πόδια της, πώς ακουμπούσε στον ώμο του. Όλα.
Παρατήρηση δεύτερη – αν και υπήρχε οικειότητα μεταξύ τους, όσο μείναμε στο μαγαζί (περίπου δύο με τρεις ώρες), ζήτημα αν αντάλλαξαν μερικές κουβέντες.
Παρατήρηση Τρίτη – όλη τη νύχτα έμεινα χωρίς παρέα, αν και ήρθαν διάφορες κοπέλες και μου το ζήτησαν. Δεν ήθελα τίποτα να μου διακόψει τις σκέψεις μου και τις κλεφτές ματιές μου προς την Άντζελα. Σχεδόν δεν πρόσεχα το νέο μαγαζί, πέρασαν αρκετές επισκέψεις για να καταλάβω τι γίνεται εκεί μέσα.

Μετά από τρεις μέρες ξαναπήγαμε. Καθίσαμε στον καναπέ μας και ήρθαν τα ποτά. Άρχισαν να έρχονται κοπέλες. Η Άντζελα καθόταν σε άλλο τραπέζι. Μόλις όμως κατάλαβε πως ήρθε ο Γάμμα, σε λιγότερο από πέντε λεπτά, ήταν στον καναπέ μας, στην αγκαλιά του. Είναι εντυπωσιακό πώς αντιλαμβάνονται οι κοπέλες τους πελάτες που τις αφορούν. Μέσα σε ημίφως – σχεδόν σκοτάδι, κοιτούν με βλέμμα αρπακτικό ή έτσι μου φαίνεται. Μερικές φορές σαν να έχουν κεραίες συντονισμένες στους στόχους τους. Μου χαμογέλασε. Για τις επόμενες δύο-τρεις ώρες ασχολήθηκε με τον Γάμμα, και το μπουκάλι της ,κόκκινο κρασί όπως πάντα. Ο Γάμμα την είχε στην αγκαλιά του, μα δεν της έδινε σημασία. Μιλούσε με εμάς, κοίταγε τα show, σχολίαζε. Δεν την ενοχλούσε. Έβγαλε τα παπούτσια της (τουλάχιστον 15 πόντους τακούνι, διάφανα με άνοιγμα για τα δάχτυλα) και βολεύτηκε με τα πόδια πάνω στον καναπέ.

Δύο μέρες μετά, οι επισκέψεις τρίτωσαν. Πάλι στον ίδιο καναπέ, τον κεντρικό του μαγαζιού – πάντα φυλαγμένο για την παρέα μου. VIP’S στο στριπτιζάδικο. Ήρθαν τα κορίτσια, ήρθε κι αυτή. Δεύτερο χαμόγελο πιο οικείο, άρχισα να είμαι γνωστός αν και δεν ήξερα τ’ όνομά της, ούτε αυτή το δικό μου. Οι ίδιες σκηνές, σαν ζευγάρι παντρεμένο εδώ και χρόνια, που έχει βαρεθεί πλέον μα η συνήθεια το κρατά μαζί. Όπως καθόμουν και παρατηρούσα, ήρθε μια κοπέλα που την είχα γνωρίσει στην "Ανατολή" – πήρε μετεγγραφή σε καλύτερη "ομάδα". Με χαιρέτησε και κάθισε μαζί μου. Την κέρασα ένα –δύο ποτά και μιλήσαμε. Το βλέμμα μου φυσικά ήταν, όσο πιο διακριτικά μπορούσα σ’ αυτήν. Διακριτικά κυρίως για τον Γάμμα. Δεν ήμασταν φίλοι, δεν είχα τέτοιο θάρρος. Δεν θα το αποκτούσα ποτέ. Δεν μου άρεσε ο Γάμμα. Το σημαντικότερο πράγμα επάνω του ήταν τα λεφτά του, το χειρότερο ήταν πως το έλεγε κι ο ίδιος. Σημαντικότερη στιγμή της βραδιάς: σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα και την ξαναείδα να περπατάει. Δεν χόρταινα. Δεν υπάρχουν λόγια. Δυστυχώς δεν υπάρχει και video!

Πέρασε μια βδομάδα και ξαναπήγαμε στο B.Q.. Χωρίς τον Γάμμα, κάποιο πρόβλημα θα τον έβγαζε σε ρεπό για δύο με τρεις μήνες. Οι υπόλοιποι τρεις, ο Κάππα, ο Λάμδα κι εγώ καθίσαμε στον καναπέ, ο καθένας στη θέση που καθόταν πάντα – η θέση του Γάμμα κενή. Άρχισα να συνειδητοποιώ πως η συγκεκριμένη παρέα τύγχανε ειδικής αντιμετώπισης στο μαγαζί. Εκτός του καναπέ, που ως δια μαγείας ήταν πάντα διαθέσιμος όσο κόσμο κι αν είχε το μαγαζί, ήταν και το άλλο: το πιο σπαστικό γεγονός, η κονσομασιόν (να έρχονται κοπέλες και να σου ζητούν να κάτσουν μαζί σου, άλλοτε ήρεμα, άλλοτε φορτικά, άλλοτε με αγένεια ή με τσαμπουκά) σε μας δε συνέβαινε. Όλες ήξεραν πως θα φωνάζαμε όποια εμείς θέλαμε, αλλιώς δεν πλησίαζαν. Καθώς έβλεπα τη Μαρίνα να χορεύει στην πίστα, πλησίασε η Άντζελα, έσκυψε προς το πρόσωπό μου, η ταχυπαλμία ξεκίνησε και μου είπε: " - Ο Γάμμα θα έρθει; ", με τα ιδιαίτερα ελληνικά της.
" - Όχι", απάντησα με χαλασμένη τη διάθεσή μου. Απομακρύνθηκε με ένα χαμόγελο. Δεν ήθελε να κάτσει μαζί μου. Περίμενε τον "πελάτη" της. Μήπως έτρεχε κάτι παραπάνω με αυτούς τους δύο; Ρώτησα τον Κάππα. "- Καλά ρε μαλάκα, τόσες γυναικάρες υπάρχουν στο μαγαζί, εσύ κόλλησες μ’ αυτή; "

Τρεις μέρες αργότερα, κατά τις τρεις το πρωί, ήμασταν ξανά εκεί. Όλα με τον ίδιο τρόπο. Ο καναπές, οι θέσεις, τα ποτά, οι κοπέλες, η Άντζελα και η ερώτησή της προς εμένα: " - Θα έρθει ο Γάμμα;" Ίδια και η απάντησή μου. Την κοίταζα καθώς απομακρυνόταν και αναρωτήθηκα, γιατί ρωτάει εμένα, αφού ξέρει καλύτερα τους άλλους δύο της παρέας. Απάντηση δεν έδωσα, ήπια από το ποτό μου και αφοσιώθηκα στα show που εκείνη την ώρα γινόταν στην πίστα: Η Τζόι και η Trixie τα δίνουν όλα.

Σάββατο βράδυ, τέσσερις το πρωί, παρκάρουμε και μπαίνουμε στο μαγαζί. Κόσμος πολύς, φασαρία, έξαψη, κινητικότητα, ο καναπές ελεύθερος, τα γκαρσόνια και ο μετρ μας χαιρετούν, καθόμαστε. Στον ακριβώς διπλανό καναπέ, φάτσα προς εμένα, η Άντζελα κάνει πριβέ χορό σε κάποιον. Την κοιτάω με το φορεματάκι και το σουτιέν βγαλμένα, τα βαριά στήθια της να κουνιούνται καθώς τρίβεται στον πελάτη. Με το ένα χέρι της στηρίζεται στην πλάτη του καναπέ, με το άλλο μαζεύει τα μαλλιά της προς τα πίσω, με κοιτάει, χαμογελάει και συνεχίζει τη δουλειά. Σε κανά πεντάλεπτο τελειώνει, πληρώνεται και στέκεται να "ντυθεί". Με κοιτάει ξανά, πιο επίμονα αυτή τη φορά. Παραπατάει λίγο, είναι πιωμένη. Μόλις ετοιμάζεται πλησιάζει προς το μέρος μου, σκύβει όλο χάρη και μου ψιθυρίζει: " - Ο Γάμμα είναι εκτός Αθηνών; " Την κοιτάω τσαντισμένος και απαντώ: " Συγχαρητήρια για τα καλά ελληνικά. Αν δεν το έχεις προσέξει, δεν είμαι γραμματέας του Γάμμα". " - Ευχαριστώ", μου λέει και γυρίζει να φύγει. Στρέφομαι στον Κάππα, να βρίσω τη μαλακισμένη. Δεν προλαβαίνω. Κάνει στροφή, ξανάρχεται, με σπρώχνει στον καναπέ για να δημιουργήσει χώρο, κάθεται και αρχίζει να με χτυπάει με το δεξί της χέρι στον αριστερό μου ώμο κραυγάζοντας: " Είσαι μαλάκας! Είσαι μαλάκας! Είσαι μαλάκας!". Προσπαθώ να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία μου, είναι μια σκηνή πού βλέπει σχεδόν όλο το μαγαζί. " - Το ξέρω πως είμαι μαλάκας. Εσύ όμως γιατί το λες;" απαντώ.
" - Γιατί δεν με φωνάζεις να με κεράσεις ποτό; " Είναι θυμωμένη και μεθυσμένη. Είναι τόσο όμορφη! Το black light, την κάνει να λάμπει, μυρίζει υπέροχα. Όση ώρα με χτυπούσε, έβλεπα πώς κουνιόταν όλο το σώμα της, πόση χάρη μαζεμένη σε ένα κορμί…
" - Πώς να σε κεράσω; Όποτε έρχεσαι με ρωτάς για τον Γάμμα." Δεν καταλαβαίνω.
" - Δεν καταλαβαίνεις;" μου επισημαίνει κι αυτή. " - Σε ρωτάω για τον Γάμμα, γιατί είναι το μόνο κοινό που έχουμε για να πιάσουμε κουβέντα, δεν ξέρω ούτε το όνομά σου!" Άναυδος. Δεν το είχα σκεφτεί. Αυτή χείμαρρος συνεχίζει: " - Περιμένω να με φωνάξεις τόσον καιρό, μα απ’ ότι βλέπω δεν το έχεις σκοπό. Εγώ ποτέ δεν ζητάω παρέα από πελάτες, μα σήμερα έχω πιεί, γι’ αυτό και ήρθα. Ξέρω πως σου αρέσω."
Της λέω να κάτσει. Η ταχυπαλμία μου αυξάνει, φοβάμαι μήπως οι χτύποι της καρδιάς μου φτάνουν μέχρι τα αυτιά της. Σηκώνω το χέρι μου για να με δει το γκαρσόν, να παραγγείλω ποτό για την Άντζελα. Μου κατεβάζει το χέρι. " - Όχι ακόμα", μου λέει. ' - Πρώτα πρέπει να σου πω κάτι. Έχω αγόρι και συζώ μαζί του". Αρχίζω πάλι να μην καταλαβαίνω. Σε στριπτιζάδικο δεν βρίσκομαι; " - Τι σχέση έχει αυτό με το ποτό", ψελλίζω.
" - Ξέρω τι σου λέω, να το θυμάσαι πώς έχω αγόρι. Επίσης, έχω κοιμηθεί μια φορά με το φίλο σου το Γάμμα! Αν σε πειράζουν αυτά, δε θα κάτσω μαζί σου!" Δεν μιλάω. Την κοιτάω στα μάτια, ανατολίτικα, παθιασμένα και ελαφρώς θολά από το ποτό. Προσπαθώ να την ψυχολογήσω. Κάτι συμβαίνει. Κάτι που δεν συνηθίζεται στα μαγαζιά αυτά. Μπορεί να μην έχω ιδιαίτερη πείρα, μα μέχρι εκεί ξέρω. Δεν είναι προσέγγιση πελάτη από στριπτιζού αυτή. Ανοίγω το στόμα μου να μιλήσω. Με προλαβαίνει σαν χείμαρρος, στα Αγγλικά αυτή τη φορά. " - Από την πρώτη φορά που σε είδα, μου άρεσες. Και τις τρεις φορές που κάθισα με τον Γάμμα σε κοίταγα, έβλεπα που με κοιτούσες, ξέρω τι φόραγες." Και μου περιγράφει τα ρούχα μου και τις τρεις φορές. " - Σου λέω μου αρέσεις και δε λέω ποτέ ψέματα, δεν έχω λόγο."
" - Κι εσύ μου αρέσεις", λέω το αυτονόητο. " - Από την πρ…", δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω. Με φιλάει στο στόμα. Στην αρχή σχεδόν τυπικά, ένα δευτερόλεπτο μετά κανονικά. Ανταποκρίνομαι και την ίδια ώρα σκέπτομαι πόσοι μας βλέπουν. Ξέχασα να σας πω, τα φιλιά απαγορεύονται. Οι λόγοι προφανείς. Συνεχίζουμε το φιλί, παθιασμένα, υγρά, απαλά και έντονα. Παραδίνομαι. Σκοτάδι. Όλα black γύρω μου. Και παντού light, όλα φωτεινά μέσα μου. Και τότε, αφού σταματήσαμε και συνεχίζω βουβός να την κοιτάω, καθώς σηκώνω το χέρι μου να παραγγείλω ποτό, θυμάμαι τη διαφήμιση ενός jazz bar που πάντα μου άρεσε:
Black light, or you couldn’t see the night.

Κυριακή, Νοεμβρίου 19, 2006

( Παρένθεση)

Θα μου επιτρέψετε μια παρένθεση:

Παρασκευή, κάπως καλύτερα από το λουμπάγκο που με ταλαιπωρεί, μαθαίνω πώς ακυρώθηκε μια εκδρομή για επαγγελματικούς λόγους, που εξαρχής καθόλου δε γούσταρα. Έτσι, συναντώ τους φίλους μου κατά τη μία μετά τα μεσάνυχτα για καφέ στο Θησείο. (Παρένθεση στην παρένθεση: δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα, από το να βγαίνεις για καφέ – διπλό εσπρέσο με πολύ γάλα εβαπορέ και δύο φακελάκια μαύρη ζάχαρη – μετά τη μία το βράδυ. Κάθεσαι, λίγος κόσμος, ωραίος φωτισμός, αναμμένες οι σόμπες εξωτερικού χώρου καθότι προχωρημένο Φθινόπωρο, μουσική 80’s σε χαμηλή ένταση, έρχεται η παρέα σου και μιλάτε μέχρι τις τρεις-τρεισήμισι το πρωί!)
Μετά τον καφέ, κι ενώ είμαι ήδη σχετικά κουρασμένος, ακολουθώ δύο από την παρέα στο "τμήμα μεταπτυχιακών σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου" – έτσι αποκαλούμε το στριπτιζάδικο που γειτονεύει με το Πανεπιστημιακό Ίδρυμα.
" Μόνο για ένα ποτό, μαλάκες. Μη ξημερωθούμε!". Η γνωστή ατάκα, που όσες φορές κι αν ειπωθεί, απ’ όποιον κι αν ειπωθεί, ακυρώνεται εν τοις πράγμασι. Παρότι η Τίνκερ Μπελ έχει ρεπό, η ατμόσφαιρα είναι καλή και ξεμπερδεύουμε κατά τις 6 το πρωί. Στα γρήγορα μια μπουγάτσα από το Sante στη Θησέως ( η καλύτερη μπουγάτσα στην Αθήνα) και πέφτω για ύπνο κατά τις 7.

Εννιά ξυπνάω, κάνω την ένεσή μου (είπαμε καλύτερα το λουμπάγκο, με τη βοήθεια της Χημείας όμως…) και πάω να κάνω εκτάκτως τέσσερις ώρες μάθημα. Κατά τη μία έχω τελειώσει και δέχομαι ένα τηλεφώνημα-πρόσκληση από μια φίλη: "γίνεται μια παρουσίαση βιβλίων στο βιβλιοπωλείο Ιανός, θα μας βρεις στο πατάρι". Πηγαίνω. Θέλω απεγνωσμένα καφέ τον οποίο και παραγγέλνω. Παρουσιάζεται το νέο τεύχος του αξιόλογου περιοδικού Ίνδικτος, που είναι αφιερωμένο στην ετερότητα στην Ελλάδα του 2006, αν κατάλαβα καλά, και προαναγγέλλεται η έκδοση ενός βιβλίου σχετικού με το θέμα. Το όνομα του συγγραφέα μου διαφεύγει – Ιρλανδός όμως – μα ο τίτλος είναι πολύ δυνατός: "Ξένοι, Θεοί και Tέρατα".
Άυπνος, με πολύ Χημεία στο αίμα μου, προσπαθώ να ακούσω τους ομιλητές. Ο ένας βαριέται που μιλάει και που βρίσκεται εκεί. Κι εγώ ίσως το ίδιο, μα δεν είμαι ένας εκ των ομιλητών. Ο άλλος μιλάει, μόνο γιατί του αρέσει να ακούει τη φωνή του και να βλέπει τα χέρια του που τα κουνά με ένα τρόπο δασκαλίστικο και θεατρικό μαζί. Καμία δομή στο λόγο, επιτηδευμένο λεξιλόγιο – ή έτσι μου φαίνεται εμένα. Αυθόρμητη η σκέψη: έχει ρίξει ποτέ γκόμενα μιλώντας έτσι; Την μοιράζομαι με το διπλανό μου- αγένεια.
Και εκεί που ο συντονιστής της συζήτησης λέει: "Ευχαριστούμε τον κ. τάδε και τώρα, ο καθηγητής του Μετσόβιου…", εγώ άρχισα να ακούω τον D.J. του στριπτιζάδικου: " Και στη συνέχεια ένα show για γερά στομάχια, η Trixie και η Eny στα τρία F, Fear Feast Fucking, εκ της διευθύνσεως απαγορεύονται οι βιντεοσκοπήσεις…"! Άρχισα να χαμογελάω μόνος μου και φαντάστηκα τον Μετσοβίτη καθηγητή με ζαρτιέρες και μαστίγιο κρατώντας dildo. Μοιράστηκα τις σκέψεις μου με την διπλανή μου, από την άλλη πλευρά, αγένεια και πάλι.
Μπορεί να είμαι διαστροφικός. Μπορεί να είμαι προκατειλημμένος. Αν όμως τέτοιοι ομιλητές, μιλώντας για κάτι ενδιαφέρον, με κάνουν να προτιμώ την Trixie και την Eny, στα σαρανταδυό μου κι έχοντας συμπληρώσει τουλάχιστον 30 χρόνια ενασχόλησης με τη λογοτεχνία , τότε ή φταίνε αυτοί ή η Χημεία στο αίμα μου, αν και είμαι σίγουρος για την απάντηση στο δίλημμα. Και δεν περνάει και η ώρα… (- Γιατί, σου είπε πως θα περάσει σίγουρα;)

Φεύγοντας να πάω να κοιμηθώ και να ξεκουράσω τη μέση μου, αγόρασα το American Tabloid του James Ellroy.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

Μιά νεράιδα στη ζωή μου

Γύρω στις δεκαπέντε Μαΐου, μετά από αρκετές επισκέψεις στην Ανατολή, ήρθε η ώρα να «ανέβω» επίπεδο. Όπως γίνεται και σε μια μυστική οργάνωση, η μύηση έχει στάδια, επίπεδα. Δεν ξέρω αν η παρέα είχε καταστρώσει σχέδιο, μάλλον απίθανο μου ακούγεται κάτι τέτοιο, μα όπως και να’ χει είχε φτάσει η στιγμή να πάω στο B. Q., πάλι στη Συγγρού, πιο ψηλά, κοντά στην Πάντειο.

B. Q. σημαίνει πιο άγρια κατάσταση. Μαγαζί γωνία, κόσμος πολύς, το πρώτο μαγαζί της πιάτσας. Τρομερές γκόμενες, θεωρούνται από αυτούς που ξέρουν οι πιο ωραίες που «κυκλοφορούν» στα στριπτιζάδικα, μα και οι πιο «άγριες». Μπορούν να σε καταστρέψουν, αν το βάλουν στόχο. Να σε καταστρέψουν κανονικά, όχι μόνο οικονομικά αν αυτό περνάει από το μυαλό σας. Επαγγελματίες του είδους, σκληρές στριπτιζούδες, «καρχαρίες» στην αργκό του χώρου. Το μαγαζί έχει επίσης τη φήμη του «προχωρημένου», οι κοπέλες κάνουν περισσότερα από αυτά που πρέπει να κάνει μια στριπτιζού. Τι σημαίνει αυτό; Στην αρχή δεν ήξερα. Τώρα πια ξέρω: μια κοπέλα πρέπει να χορεύει μια ή δυο φορές κάθε βράδυ στην πίστα, γύρω από τον περίφημο στύλο. Πρέπει επίσης να κάνει κονσομασιόν, να γυρνά τα τραπέζια και να ρωτά αν θέλει ο πελάτης παρέα και κουβεντούλα – φυσικά με τη συνοδεία ποτού- ή πριβέ χορό. Πριβέ χορός θεωρείται το εξής: σε κάποιο απόμερο καναπέ του μαγαζιού, λιγοστά φωτισμένο, σε καθίζει κάτω η κοπέλα και ανεβαίνοντας πάνω σου, αρχίζει να τρίβεται και να γδύνεται. Μίμηση - της κακιάς ώρας συνήθως – της ερωτικής πράξης, χωρίς όμως φιλιά στο στόμα και χάδια που ξεπερνούν τα εσκαμμένα. Αυτά κάνει μια κοπέλα στον πελάτη. Τώρα, τι σημαίνει περισσότερα; Μπορεί – κάποιες απ’ αυτές – να σου τραβήξουν και μαλακία, να χύσεις δηλαδή. Εκτός όμως από τον χορό των κοριτσιών, προχωρημένο ή όχι, στο B. Q. γίνονται και σόου πάνω στην πίστα, και όπως επρόκειτο να διαπιστώσω λίαν συντόμως, πολύ σκληρά σόου, πορνό.

Στην είσοδο όλοι αναγνωρίζουν την παρέα μου, όχι εμένα φυσικά, πώς θα μπορούσαν άλλωστε, πρώτη φορά πήγαινα. Μετά την εξωτερική πόρτα, ακολουθεί ένας μακρύς διάδρομος – με διακόσμηση που παραπέμπει στο περιεχόμενο του μαγαζιού: μαστίγια στους τοίχους, χρώματα κόκκινα σκούρα, ένας τεράστιος πούτσος από φελιζόλ - και στο βάθος του μια δίφυλλη πόρτα. Ξανά , πιο έντονη αυτή τη φορά, η αίσθηση του άγνωστου με κυριεύει, αισθάνομαι για άλλη μια φορά πρωτάρης. Στην Ανατολή είχα κάπως προσαρμοστεί, το περιβάλλον ήταν πιο «οικογενειακό», λίγος κόσμος, χαμηλοί τόνοι, mainstream μουσική. Εδώ αρχίζω να νοιώθω αυτό που μου είχαν πει οι δικοί μου: πως τα πράγματα είναι πιο άγρια. Τους αφήνω να προπορευθούν και ακολουθώ ένα δυο βήματα πιο πίσω. Μπαίνουν μέσα, φθάνω κι εγώ στην δίφυλλη πόρτα, τη σπρώχνω και εισέρχομαι.

Κόλαση! Είναι Σάββατο, η μέρα με τον περισσότερο κόσμο για όλα τα μαγαζιά, μα εδώ, είναι κάτι το απίστευτο. Δεξιά μου είναι το μπαρ, αριστερά μια εφεδρική μπάρα για να κάθονται σε σκαμπό πελάτες με κοπέλες και να μιλούν ή να χαριεντίζονται, έχοντας παράλληλα και ορατότητα προς την πίστα. Μπροστά η υποδοχή του μαγαζιού, γεμάτη από τουλάχιστον εκατό ανθρώπους όρθιους, που δεν μπορώ να καταλάβω τι κάνουν έτσι στριμωγμένοι. Όλο το σκηνικό μου θύμισε την είσοδο σε γήπεδο, τέτοιος συνωστισμός. Κόβεται η ανάσα σου από τους καπνούς των τσιγάρων και τη ζέστη των σωμάτων.

Προσπαθώ να μην χάσω από τα μάτια μου τους δικούς μου, γιατί αλίμονό μου! Αισθάνομαι εκτεθειμένος σε κάτι πρωτόγνωρο. Η μουσική είναι τέκνο, η ένταση μεγάλη. Τα φώτα πολλά και αναβοσβήνουν πολύ γρήγορα. Δεν μπορώ να δω το μαγαζί, γιατί υπάρχει ένα τείχος ανθρώπων μεταξύ εμού και του υπόλοιπου χώρου. Είναι τόσος ο κόσμος, που δεν μπορείς να διακρίνεις κοπέλες. Τα ρούχα μου, δείχνουν αλλιώτικα από το black light που είναι διάσπαρτο στους τοίχους και την οροφή. Μου θυμίζει ντισκοτέκ της δεκαετίας του ‘ 80, το μόνο που με κάνει να νοιώσω οικεία. Μας πλησιάζει ένας από το μαγαζί, αργότερα θα μάθαινα πως τον λένε Βήτα και είναι ο μετρ. Η απορία μου είναι πού θα κάτσουμε, αφού δεν έχει χώρο ούτε για όρθιους. Λόγω της έντασης της μουσικής, δεν μπορώ να μοιραστώ την απορία μου με τον Κάππα. Ευτυχώς, γιατί θα γέλαγε μαζί μου. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ανοίχτηκε δρόμος ανάμεσα στο πλήθος, περάσαμε και αντικρίσαμε το υπόλοιπο μαγαζί, τα τραπέζια, τους καναπέδες και την πίστα. Όλο το μαγαζί γεμάτο και ένας καναπές, ο κεντρικός, ήταν άδειος και μας περίμενε! Περίμενε την παρέα μου. Ακολουθώ τους δικούς μου προς τον καναπέ, ακολουθώ τη διαδικασία μύησής μου στον κόσμο του στριπτήζ. Όπως περπατώ και περνώ ανάμεσα από τραπέζια, αρχίζω να αντιλαμβάνομαι τις κοπέλες. Απλώς σαν παρουσίες, δεν μπορώ να διακρίνω λεπτομέρειες. Ο κόσμος πολύς, το φως λίγο.

Και τότε… Και τότε την είδα! Την είδα να περπατάει ανάμεσα στους "πελάτες". Και ήταν από έναν άλλο κόσμο. «Την γαμήσαμε», θυμάμαι πως σκέφτηκα. Χωρίς να το καταλάβω, είχα σταματήσει να προχωρώ και την κοιτούσα. Σταμάτησε ο χρόνος. Ξάφνου, δεν θυμόμουν την παρέα μου, δεν θυμόμουν πού ήμουν, άδειασε το μαγαζί από τον κόσμο. Ήμουν εγώ και αυτή να περπατά. Θεέ μου, δεν έχω τον τρόπο να περιγράψω το περπάτημά της. Γύρω στο 1.70 και με τακούνια τουλάχιστον 15 πόντους, πάνω από 1.85 στο σύνολο. Μελαχρινή, με πρόσωπο από τα βάθη της Ασίας, ανανεμιγμένα χαρακτηριστικά Ρωσίας και Μογγολίας, με τα τονισμένα μήλα, τα λάγνα, μεγάλα και ελαφρώς σχιστά μάτια, μαλλιά σκούρα καστανά, λίγο πιο κάτω από τους ώμους, ίσια. Μεγάλο στήθος, που το κρατούσε προτεταμένο όπως περπατούσε, απίστευτα πόδια με ελαφριά κλίση προς τα μέσα, τα πόδια που μόλις τα αντικρύζεις, τα αισθάνεσαι τυλιγμένα γύρω από τη μέση σου, ενώ είσαι μέσα στο κορμί της. Γυναίκα πραγματική, γεμάτη χυμούς, γοφούς τορνευτούς, καμία σχέση με το ανορεξικό πρότυπο που πλασάρει εδώ και μιάμιση δεκαετία η Δυτική Ευρώπη. Όσο την κοιτούσα αυτή πλησίαζε προς το μέρος μου, θαρρείς πως το είχε καταλάβει και ήθελε να μου δείξει περισσότερες λεπτομέρειες. Φορούσε ένα σουτιέν και ένα string. Καθόλου δεν την ένοιαζε που φαινόταν η χωρίς γράμμωση κοιλιά της (δεν θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κάποιος αδύνατη, μα ούτε και χοντρή, μάλλον ήταν αυτό που λέμε "φο μέγκρ-παχουλή εκεί που πρέπει"). Περπατούσε με το κεφάλι όρθιο μπροστά , το στήθος της να ακολουθεί την κίνηση του σώματος, αν και πιο αυτόνομο από το υπόλοιπο κορμί, τους γοφούς να εκπέμπουν ερωτισμό. Το πιο λάγνο περπάτημα που είχα αντικρύσει και ταυτόχρονα το πιο λεβέντικο, το πιο περήφανο. Ένα περπάτημα που έλεγε προς όλες τις κατευθύνσεις: « Το ξέρω. Σας αρέσω. Μάθετε κι εσείς ένα πράγμα: κινδυνεύετε! Είστε του χεριού μου! Και δεν πρόκειται να λυπηθώ κανέναν από σας.»

(Druuna, ό,τι πιο κοντινό μπορώ να βρω στην Άντζελα)

Είχε πλησιάσει τόσο πολύ που τα πρόσωπά μας ήρθαν αντιμέτωπα. Μου φάνηκε πως με κοίταξε για μια στιγμή κατάματα, μπορεί και να ήταν η ιδέα μου, δεν ξέρω. Ξέρω όμως τι αισθάνθηκα: απειλή. Μια απειλή ακαθόριστη, που όμως ταυτόχρονα την ήθελα πολύ. Μια γλυκιά απειλή. Έναν κίνδυνο γεμάτο ερωτισμό και πάθος. «Την γαμήσαμε μαλάκα», επανέλαβα μέσα μου και με την άκρη του ματιού μου είδα από το βάθος του μαγαζιού τον Κάππα να μου γνέφει. Είχαν πάει στον καναπέ και εγώ είχα μείνει – για πόση ώρα δεν κατάλαβα – μες στη μέση του μαγαζιού, ανάμεσα στο πλήθος. Σαν αποβλακωμένος κινήθηκα προς το μέρος της παρέας μου και κάθισα στη μια άκρη του καναπέ. Πριν περάσει ένα λεπτό, η γυναίκα που είχα δει να περπατάει, η γυναίκα της οποίας το «καλλιτεχνικό» όνομα (Άντζελα) θα μάθαινα μετά από 15 μέρες, το δε πραγματικό (Νατάσκα) μετά από κάνα μήνα, ήρθε και κάθισε στην παρέα μας! Δυστυχώς, κάθισε με τον Γάμμα, αφού τον αγκάλιασε και τον φίλησε.

Από την στιγμή εκείνη, η Άντζελα έγινε ο μόνιμος συνοδός της περιπέτειάς μου στον κόσμο του στριπτήζ. Ό,τι κι αν γινόταν το συνέδεα μαζί της. Γυρόφερνε συνεχώς στην πραγματικότητα ή στην φαντασία μου, τις πιο πολλές φορές χωρίς η ίδια να έχει ιδέα, πλησίαζε και απομακρυνόταν από μένα. Στριφογύριζε στ΄ αλήθεια ή στο μυαλό μου, όπως η Τίνκερ Μπελ, η νεραϊδούλα στον κόσμο του Πίτερ Παν…

Δευτέρα, Νοεμβρίου 13, 2006

Τροφή για σκέψη...

Προέκυψε ένα λουμπάγκο.
Αποδείχθηκε επίμονο.
Striptease με λουμπάγκο;
Δύσκολο...
Μέχρι νεωτέρας λοιπόν, τροφή για σκέψη.




















Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

Αρχίσαμε...

Κοντά σαράντα ενός ετών. Χωρισμένος δυο φορές. Μια από τη γυναίκα μου και μια από αυτή που νόμιζα γυναίκα της ζωής μου. Δυο χρόνια τώρα, δύσκολα. Οι μέρες βαρετές, οι νύχτες δεν τελειώνουν. Όπως συνήθως συμβαίνει, τα επαγγελματικά ακολουθούν τη διάθεσή μου. Σκατά. Λεφτά ελάχιστα, χρέη αρκετά, πολύ άγχος, καθόλου κέφι πραγματικό. Κανένα σχέδιο για το μέλλον, όλα με το φως του λυκόφωτος.

Αρχίζω να γράφω ένα μυθιστόρημα, η πρώτη μου προσπάθεια. Καλό το στόρι, έτσι μου λένε όσοι το έχουν ακούσει, μα δεν με νοιάζει και πολύ. Απλώς να σκοτώνω τα βράδια μου, να έχω κάτι να ασχολούμαι, υποσυνείδητα θέλω σε κάτι να ελπίζω. Και για λόγο που ποτέ δεν κατάλαβα, μια από τις ηρωίδες του μυθιστορήματος προκύπτει στριπτιζού. Δεν υπήρχε ανάγκη για κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα, το «επάγγελμά» της ήταν άσχετο με την υπόθεση. Κι όμως, μου κόλλησε στο μυαλό: στριπτιζού. Και στην πορεία ανακαλύπτω, πως δεν ξέρω τίποτα για τις κοπέλες αυτές. Δεν έχω πάει ποτέ σε στριπτιζάδικο, αν και σαράντα τόσο χρονών.

Ο Κάππα, φίλος εδώ και καιρό, έχει παρτίδες με τα μαγαζιά αυτά. Δεκαπέντε χρόνια τώρα ανακατεύεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τον κόσμο του στριπτίζ. Πολλές φορές έχει προτείνει στην παρέα να πάμε μαζί του, να δούμε τι και πώς γίνεται. Δεν είχε κάτσει ποτέ η φάση. Και ένα βράδυ, με παίρνει τηλέφωνο: «Κατά τη μία τη νύχτα, θα πάμε για καφέ στο Θησείο και μετά με την άλλη παρέα μου, τη νυκτόβια, θα πάμε Ανατολή» . Όπου «Ανατολή» ένα στριπτιζάδικο στη Συγγρού, όπως μου εξήγησε. Και πάλι χωρίς να πολυκαταλάβω γιατί, λέω «Εντάξει, τα λέμε κατά τη μία στο Θόλο», ένα πολύ όμορφο καφέ στο Θησείο. Όση ώρα κάνω μπάνιο σκέφτομαι πως είναι μια ευκαιρία να γνωρίσω τις κοπέλες που κάνουν στριπτίζ, να μάθω γι’ αυτές, να μπορώ να γράψω για την ηρωίδα του μυθιστορήματός μου. Έτσι σκέφτηκα, ίσως ήταν ένα εξαιρετικά πειστικό άλλοθι για κάτι που ήθελα ούτως ή άλλως να κάνω. Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως ποτέ , μέχρι τώρα, δεν το μετάνιωσα.

Τρεισήμισι το πρωί, μπαίνω στην Ανατολή. Έχω άγχος, το τρακ του πρωτάρη. Δεν ξέρω τι γίνεται πίσω από την μαύρη πόρτα, δεν ξέρω τους κώδικες, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω και τι όχι, τι να πω και πού να σιωπήσω. Το τραγούδι που ακούγεται μόλις μπαίνουμε μου αρέσει: το Stronger των Sugababes. Μια κοπέλα είναι στην πίστα και χορεύει, δηλαδή γδύνεται. Βγάζει σταδιακά τα υποτυπώδη που φοράει, ένα σουτιέν και ένα κυλοτάκι. Είναι, ψηλή, αδύνατη, ξανθιά, με μαλλιά κουρεμένα αγορίστικα, φαίνεται κομπλαρισμένη – σαν να ντρέπεται, έτσι μου φάνηκε. Καθόμαστε σε ένα γωνιακό καναπέ, οι τέσσερις που αποτελούμε την παρέα: ο Λάμδα, ο Γάμμα, ο Κάππα κι εγώ. Στην αρχή αποφεύγω ακόμα και να κοιτάξω τριγύρω, τόσο ψάρακλας. Κάθομαι σαν «καλό παιδί» και περιμένω. Έρχεται το γκαρσόνι και παραγγέλνουμε. Μου κάνει εντύπωση, πως ρωτά μόνο εμένα. «Κόκα κόλα παρακαλώ», αποκρίνομαι. Όπως ήταν φυσικό ήξερε τι πίνουν οι άλλοι της παρέας, δεν χρειαζόταν να ρωτήσει. Εγώ ήμουν ο καινούριος. Το τραγούδι έχει αλλάξει και με την άκρη του ματιού μου βλέπω πως άλλαξε και η κοπέλα που χορεύει στην πίστα.
Συλλαμβάνω τον εαυτό μου να μην τολμάει να κουνηθεί. Οι όποιες κινήσεις μου, περιλαμβάνουν την ελάχιστη μετατόπιση των μελών του σώματός μου, μάλλον μοιάζω πετρωμένος. Έχω αυτή την ακαθόριστη αίσθηση πως όλοι στο μαγαζί με κοιτούν. Όπως είναι φυσικό, κανείς δεν ασχολείται. Μόνο ο Κάππα, κι αυτός με την άκρη του ματιού του με κοιτάει που και που. Δεν έχει περάσει ένα πεντάλεπτο και ο καναπές μας έχει γεμίσει κοπέλες. Δύο έχει ο Γάμμα και από μία οι άλλοι δύο. Από την οικειότητα στη συμπεριφορά των κοριτσιών καταλαβαίνω πως τους ξέρουν καλά, ξέρουν ποιες πρέπει να έλθουν και τι να κάνουν. Ξαφνικά, αισθάνομαι δίπλα μου μια παρουσία. Γυρίζω και βλέπω την ξανθιά που χόρευε τη στιγμή που μπήκαμε στο μαγαζί.
-« Γεια σου, πώς σε λένε;» μου λέει σε σπαστά ελληνικά.
-« Σοφοκλή», απαντώ και ξέρω πως τη δυσκολεύει το αρχαιοελληνικό μου όνομα. «Εσένα;»
-«Βίκυ» μου λέει. « Είμαι από τη Λευκορωσία». Καμία αντίδραση εκ μέρους μου. Δεν ξέρω τι να πω. Πρέπει να συνεχίσω τις άσκοπες ερωτήσεις; Πρέπει να την κεράσω ποτό; Πρέπει να την διώξω; Μου αρέσει ή όχι; Δεν βλέπεις και καλά σε τόσο σκοτάδι. Αυτή συνεχίζει:
-« Είσαι παντρεμένος;»
- « Όχι πια. Ήμουν, αλλά έχω χωρίσει.»
- « Έχεις παιδιά;» επιμένει.
-« Όχι, δεν έχω», απαντώ χωρίς να καταλαβαίνω τι στο διάολο την ενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες της προσωπικής μου ζωής. Τότε δεν καταλάβαινα, μα τώρα πια ξέρω πως πρόκειται για τις πιο δημοφιλείς ερωτήσεις που κάνουν οι στριπτιζούδες σε έναν νέο πελάτη, ιδίως αν όπως τον πρωτοβλέπουν, τον γουστάρουν και κάπως. Βέβαια, η έννοια «γουστάρω» για μια στριπτιζού, δεν είναι και τόσο ξεκαθαρισμένη. Στην πορεία, θα με απασχολούσε το θέμα αυτό, θα το ανέλυα διεξοδικά!
- « Θα με κεράσεις ένα ποτό;».
Έτσι, μέσα Απριλίου του 2005, ξεκίνησε η περιήγησή μου στον κόσμο του στριπτήζ.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006

Η αρχή

Όλα αυτά ξεκίνησαν από κάποιες κοπέλες δεκαετίες πριν, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε εποχές δύσκολες και σαφώς πιο συντηρητικές, κάποιες γυναίκες έκαναν πασίγνωστο το στριπτήζ. Έγιναν διάσημες και μετέτρεψαν το χορό στη μπάρα σε μια νέα μορφή τέχνης. Έκαναν τον πρόκληση και τον αισθησιασμό, μέρος της διασκέδασης πολλών-κυρίως ανδρών. Το κείμενο αυτό είναι ένα αφιέρωμα σε 10 από τις πιο φημισμένες strippers όλων των εποχών, σε 10 πραγματικές πρωτοπόρους της τέχνης του striptease. Γνωρίστε τις:

Gypsy Ros
e Lee:
Ίσως η πιο διάσημη στριπτιζέζ όλων των εποχών. Ξεκίνησε στο Minsky's Burlesque στη Νέα Υόρκη, συνέχισε στα Ziegfeld Follies και έγινε πασίγνωστη κάνοντας στριπτήζ μέχρι τα 23 χρόνια της. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με πιο συμβατικές μορφές διασκέδασης και έκανε καριέρα στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Έκανε ένα γιο με το σκηνοθέτη Otto Preminger και πέθανε το 1970, έχοντας στην κατοχή της πίνακες-προσωπικά δώρα των
Picasso,Chagall και Ernst.

Dixie Evans: Έγινε γνωστή σαν η Marilyn Monroe του Burlesque. Ξεκίνησε την καριέρα της στο El Ray Theatre το 1952 και σταμάτησε το 1967. Στο νούμερό της, εκμεταλλευόμενη την ομοιότητά της με τη Monroe, παρίστανε πώς θα ήταν η Marilyn, αν ήταν stripper! Σήμερα διευθύνει το Exotic World: The strippers Hall of Fame & Museum, το οποίο πήρε από την φίλη και συνάδελφό της Jennie Lee.



Tempest Storm:Ένας από τους πραγματικούς μύθους της χρυσής εποχής του στριπτήζ. Ξεκίνησε κι αυτή από το El Ray Theatre και έγινε διάσημη σαν pinup girl. Έπαιξε σε ταινίες του τρομερού Russ Meyer και είχε δεσμό με τον John F. Kennedy, τον Sammy Davis Jr. και τον Elvis Priesley. Όταν κάποτε ρωτήθηκε αν ενοχλείται από τα τεράστια στήθη της, απάντησε: " They don't make 'em too big for this business." Έκανε στριπτήζ μέχρι τα 65 της(!!) και ζει στο Las Vegas.


Lili St Cyr: Ξεκίνησε την καριέρα της στο Gayety Theatre του Montreal το
1944. Έγινε διάσημη με το νούμερο στο οποίο έκανε μπάνιο με σαπουνάδες γυμνή στη σκηνή καθώς και με το περίφημο "The flying G", όπου το στρινγκ της πιανόταν από μια πετονιά ψαρέματος και έφευγε από πάνω της στο τέλος της σκηνής. Είχε δεσμό με τον Orson Welles, τον Victor Mature, ενώ σαγηνεύτηκε και σαγήνευσε την Marilyn Monroe. Έζησε μια πολύκροτη ζωή που περιέλαβε 6 γάμους, πολλούς καβγάδες και αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας. Έγινε η βασίλισσα του στριπτήζ στο Las Vegas και πέθανε το 1999 στα 81 της χρόνια.

Blaze Starr: Έγινε γνωστή στο Two O' clock Club στη Baltimore και ακόμα περισσότερο όταν μπήκε εξώφυλλο στο Esquire το 1954. Ξακουστά ήταν τα νούμερά της με τον καναπέ , ο οποίος όταν ήταν πάνω του και γδυνόταν έπαιρνε φωτιά και καιγόταν και με έναν πάνθηρα τον οποίο είχε εκπαιδεύσει να τη γδύνει. Η σχέση της με τον κυβερνήτη της Louisiana Earl Long, έγινε ταινία με τον τίτλο Blaze και πρωταγωνιστή τον Paul Newman το 1989.
Αγόρασε το Two O' Clock club το οποίο διευθύνει μέχρι και σήμερα.



Candy Barr: Επί της ουσίας η καριέρα της ξεκίνησε όταν με την απειλή όπλου ταινία πορνό της δεκαετίας του '50, Smart Alec. Έγινε μια από τις διασημότερες strippers με έσοδα περίπου 1.000.000 $ σημερινά λεφτά ετησίως. Φυλακίστηκε 3 χρόνια για κατοχή μαριχουάνας και κλήθηκε να καταθέσει στο FBI για τη σχέση της με τον Jack Ruby πριν τη δολοφονία του J.F.Kennedy. Είχε επίσης μια σύντομη σχέση με τον Hugh Hefner και όταν αποσύρθηκε έζησε στο Texas όπουκαι πέθανε προσφάτως σε ηλικία 70 ετών .


Rita Grable: Ήταν γνωστή ως "Το κορίτσι με τις μαύρες κάλτσες". Στην αρχή ήταν "νόμιμη" χορεύτρια, χορεύοντας μπαλέτο και κλακέτες, πριν η ανέχεια την σπρώξει στο burlesque. Παρότι έγινε γνωστή στιπτιζέζ, εξακολούθησε να παλεύει για μια καριέρα στο θέατρο και τον κινηματογράφο, χωρίς όμως να τα καταφέρει ιδιαίτερα.


Lilly Christine Γνωστή ως "Το κορίτσι-γάτα", άρχισε να εμφανίζεται στη Νέα Ορλεάνη πριν πραγματοποιήσει το άλμα για το Broadway. Πάντα επέμενε πως ήταν ηθοποιός και όχι στριπτιζέζ, παρόλο που στα νούμερά της έβγαζε όλα τα ρούχα της. Γνωστά νούμερά της ήταν "Ο χορός της γάτας", "Voodoo dance" και " Η κάψα του χαρεμιού", στα οποία εμφανιζόταν με αποκαλυπτικό μπικίνι και μαύρες δικτυωτές κάλτσες. Πέθανε στην Florida το 1965 από περιτονίτιδα.



Evelyn West: Έγινε γνωστή ως "Το κορίτσι με το στήθος των 50.000$", αφού ασφάλισε το στήθος της για το ποσό αυτό στους Lloyds του Λονδίνου. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν ένα μόνο από τα πολλά τρικ που χρησιμοποίησε για να βρίσκεται συνεχώς στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής. Κατάφερε να απασχολεί τη δημοσιότητα για πολλά χρόνια, αφού εμφανίστηκε γυμνή σε γάμο, μήνυσε άλλες strippers, πέταξε ντομάτες στην Anita Ekberg και άλλα τέτοια.

Jennie Lee: Γνωστή ως "The Bazoom Girl", γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο, εμφανιζόμενη στα αμερικάνικα στρατεύματα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε εκπληκτικό έλεγχο των μυών της και έτσι μπορούσε να κουνάει τα δύο στήθη της ταυτόχρονα σε διαφορετικές κατευθύνσεις! Είχε φαν κλαμπ στο οποίο με 25 cents μπορούσες να παραλάβεις χειρόγραφο γράμμα της. Ιδρυσε το Exotic World: The strippers Hall of Fame & Museum, το οποίο, μετά το θάνατό της (από καρκίνο του στήθους- τι τραγική ειρωνεία...) το παρέλαβε η φίλη της Dixie Evans.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 06, 2006

Private Dancer


"Well the men come in these places
and the men are all the same
you don't look at their faces
and you don't ask their names

You don't think of them as human
you don't think of them at all
you keep your mind on the money
keeping your eyes on the wall

[CHORUS]

I'm your private dancer
a dancer for money
I'll do what you want me to do
I'm your private dancer
a dancer for money
and any old music will do.

I want to make a million dollars
I want to live out by the sea
have a husband and some children
yeah I guess I want a family

All the men come in these places
and the men are all the same
you don't look at their faces
and you don't ask their names

[CHORUS TWICE]

Deutchmarks or dollars
American Express will do nicely - Thank you
let me loosen up your collar
tell me do you want to see the shimmy again?"

Σας το παραθέτω. Είναι το τραγούδι της Tina Turner, που περισσότερο απ'όλα αποδίδει τη νοοτροπία των κοριτσιών που δουλεύουν σε στριπτιζάδικο. Απλά πράγματα, up to the point.

" ...Το κορμί σου είναι μόνο η αφορμή..."

Το θέμα του blog, θα είναι τα στριπτιζάδικα. Κι όπως συνήθως συμβαίνει, το θέμα είναι μόνο η αφορμή. Τι θέματα μπορεί να απασχολήσουν κάποιον σχετικά με τα στριπτιζάδικα;
- Η αλήθεια και το ψέμμα
- Η σχέση των δύο φύλων
- Οι φαντασιώσεις
- Το σεξ και πώς να το αποκτήσετε
- Ποιος καροϊδεύει ποιον
- Η ανάγκη των ανθρώπων να αρέσουν
- Γαμιέται δηλαδή αυτή;
- Κι αν ναι,πόσο θα μου κοστίσει;
- Γιατρέ μου, είμαι τόσο άσχημα όσο νομίζω;
- Συναισθήματα ή φράγκα;
- Συμφέρον ή αγνότητα;
- Ποια(-ος) είναι πιο ωραία(-ος);
- Με γουστάρει ή με δουλεύει;

Μα βέβαια. Όλα αυτά κάπου τα ξέρετε. Είναι τα θέματα που μας απασχολούν σε όλη τη ζωή μας. Αν νομίσατε πως τα στριπτιζάδικα αποτελούν εξαίρεση, είστε πολύ γελασμένοι. Ισχύουν οι ίδιοι νόμοι, συμβαίνουν τα ίδια γεγονότα, απασχολούν τα ίδια ερωτήματα, υπάρχουν οι ίδιες δυσκολίες. Ο καθένας βρίσκει εκεί μέσα αυτό που συνήθως ψάχνει. Ο λόγος που τον οδήγησε εκεί, καθορίζει και αυτά που θα συμβούν. Όχι, δεν είναι όλα βαρετά και προβλέψιμα - υπάρχει χώρος για το απρόσμενο και την έκπληξη. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι πληκτικός ένας τόπος με 40-50 μαζεμένες γυναίκες και δη τόσο όμορφες και ποθητές;
Αφήστε με να γίνω ο οδηγός σας. Να γίνω αυτός που θα σας τοποθετήσει στις θέσεις σας στο τρενάκι που ετοιμάζεται να ξεκινήσει Ποια θα είναι η διαδρομή, δεν ξέρω. Θα εξαρτηθεί και από εσάς, τους επιβάτες. Προσδεθείτε. Καπνίζετε όσο θέλετε και κρατήστε γεμάτη την κούπα με αχνιστό καφέ (ή γεμάτο το ποτήρι σας με σκωτσέζικο μαλτ).

Μάλλον ξεκινάω το blog. Αισθάνομαι κάπως περίεργα. Πάντα στην αρχή υπάρχει ένας κόμπος, δεν ρολλάρει καλά η ομάδα. 'Ετσι γίνεται πάντως. Το τι θα συμβεί, θα φανεί αργότερα.