Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα striptease. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα striptease. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Αυγούστου 29, 2007

Σκηνές του Νότου (part 2)


Σκηνή έκτη (4 μέρες μετά την πέμπτη σκηνή)




Κάθομαι στο μαγαζί. Εδώ και λίγο καιρό, πηγαίνω άκεφος. Το μυαλό μου είναι στην Άντζελα. No way out. Η κατάσταση είναι γνωστή, τα δεδομένα έχουν αποκωδικοποιηθεί. Κι όμως λύση δεν υπάρχει. Τέλμα. Πίνω μια γουλιά από το ποτήρι μου και αφηρημένος κοιτώ μια κοπέλα να χορεύει στο στύλο. Νοιώθω δίπλα μου μια παρουσία. Κι ένα φιλί στο μάγουλο. Είναι η Μάσα, η κολλητή της. Τα μεγαλύτερα βυζιά στην νύχτα - φυσικά εννοείται, γιατί από τεχνητά υπάρχει κάθε μέγεθος και σχήμα. Μια κοπέλα ξηγημένη, πάνω από 10 χρόνια στα στριπτιζάδικα. Από τις παλιοσειρές. Από αυτές που έχουν τραβήξει πολλά. Παντρεμένη δυο - τρεις φορές, με μια κόρη ούτε και γω ξέρω από ποιον γάμο, μπερδεύεσαι από ένα σημείο και πέρα.

" - Τι κάνεις ρε;"

" - 'Ο,τι μ' αφήνουν."

" - Καλό! Ξέρεις πόσο καιρό μου πήρε για να καταλάβω το ελληνικό χιούμορ; Πολύ."

" - Η κόρη σου καλά; Φέτος θα πάει σχολείο, έτσι δεν είναι;"

" - Ναι ρε συ, θα πάει πρώτη τάξη. Και είναι μεγάλη γάτα. Δεν μπορώ να την κάνω καλά. Πού θα πάει; Κάποια φορά θα τύχει να τη γνωρίσεις. Θέλω να μου πεις τη γνώμη σου, γιατί εγώ μπορεί να λέω και μαλακίες από την μεγάλη αγάπη που της έχω."

" - Δεν μου λες ρε συ Μάσα, ήρθες να συζητήσουμε για την κόρη σου;"

" - Όχι. Για την αγάπη σου ήρθα να συζητήσουμε"

" - Πότε σου είπα πως είναι η αγάπη μου; Απλώς την γουστάρω."

" - Καλά, καλά. Τέλος πάντων. Γιατί δεν πας να την δεις; Αφού περιμένει."

" - Και εγώ περίμενα. Πάνω από ένα χρόνο. Και τι έγινε;"

" - Έλα ρε συ, λες και δεν ξέρεις. Είναι τρελλή μαζί σου, αλλά δεν μπορεί να αφήσει τον άλλο. Και συ δεν τη βοηθάς καθόλου."

Πράγμα που σημαίνει πως δεν την πιέζω όπως πρέπει. Δεν της προσφέρω καταφύγιο, σπίτι, χρηματική υποστήριξη. Δεν της δείχνω έτοιμη τη λύση, της προκαλώ ανασφάλεια. Μα δεν μπορώ να το κάνω. Δεν γίνεται να υποσχεθώ κάτι σε μια γυναίκα, που είναι με άλλον. Δεν το επιτρέπει ο εγωισμός μου. Και αν το κάνω... Κι αν έρθει μαζί μου, πώς θα ξέρω αν ήρθε λόγω των αισθημάτων της και όχι λόγω βολέματος; Αυτό πού το βάζεις; Αποκλείεται. Το ρίσκο που αναλαμβάνουμε είναι το μέτρο των αισθημάτων μας για τον άλλο. Το άλμα στο κενό. Και η ελπίδα, η προσμονή, η πίστη πως ο άλλος θα απλώσει το χέρι του και θα μας πιάσει. Αν με ρωτάτε, μόνο έτσι αξίζει να ξεκινά μια σχέση.

" - Και ούτε πρόκειται να την βοηθήσω, όπως εσύ το εννοείς. Μετά, ό,τι θέλει το κορίτσι. Μετά όμως!"

" - Τι να σου πω τώρα... Εγώ λέω να πας να τη δεις." Επιμένει η Μάσα.

" - Εγώ λέω να μου πεις καλύτερα για την κόρη σου."


Σκηνή έβδομη (περίπου 20 μέρες μετά)


Κατά τις δυόμιση τη νύχτα, πίνω καφέ στο Θησείο με τον Πέτρο. Φίλος καλός, αλλά τόσο διαφορετικός από μένα. Ειδικά στην αντιμετώπιση των γυναικών. Στο μυαλό του είναι αδιανόητο που δεν είμαι με την Άντζελα. Και φταίω εγώ, λέει. Της φέρθηκα πολύ καλά, της πρόσφερα αυτό που ήθελε. Δεν "έπαιξα" μαζί της, δεν την έφτυσα, δεν την πλήγωσα. Η θεωρία του γραμματόσημου, για άλλη μια φορά στο προσκήνιο: Όσο τη φτύνεις, τόσο κολλάει.

Αλήθεια είναι αυτό, στις περισσότερες των περιπτώσεων. Μόνο που δεν μπορείς να το κάνεις πάντα, εγώ τουλάχιστον. Όχι από σεβασμό στην άλλη, όσο από σεβασμό στα αισθήματά σου. Όταν κάτι είναι πιο βαθύ, πέρα από την κάβλα και κάνα δυό γαμήσια, δεν μπορώ να προκαλώ "τεχνητές κρίσεις". Όχι πριν εξαντλήσω όλα τα περιθώρια τουλάχιστον.

" - Μα τα εξάντλησες πια ρε μαλάκα" επιμένει ο Πέτρος. " Ή κάνε αυτό που πρέπει ή άστη να πάει να γαμηθεί". " - Πρέπει να της προκαλέσεις ένα σοκ. Πρέπει να αισθανθεί πως σε έχασε, μόνο έτσι μπορεί να κινηθεί το μυαλό της. Να κάνει κάτι ουσιαστικό."

" - Ή να εξαφανιστεί..."

" - Ναι ρε ας εξαφανιστεί. Δηλαδή και τώρα που γυροφέρνετε ο ένας τον άλλο, τι γίνεται; Άσε με ρε μαλάκα, βαρέθηκα."

" - Αυτό να μου πεις. Άσε που παραβαίνω και τον πρώτο νόμο: Ποτέ μην προσπαθήσεις να εξηγήσεις τα λόγια ή τη συμπεριφορά μιας στριπτιζέζ σαν να είναι κανονική γυναίκα. Νόμος απαράβατος. Δίκιο έχεις ρε Πέτρο. Λοιπόν, άκου να δεις τι θα γίνει. Σκέψου τι πρέπει κατά τη γνώμη σου να κάνω. Ό,τι μου πεις θα το κάνω. Στο λόγο μου."


Σκηνή όγδοη ( την επόμενη νύχτα)

Το σχέδιο εκπονήθηκε. Η δέσμευσή μου δεδομένη - πρέπει να το εκτελέσω. Δεν μπορώ αν κάνω πίσω. Συναντηθήκαμε με τον Πέτρο κατά τη μία, ήπιαμε καφέ. Με ενημέρωσε για τις λεπτομέρειες του σχεδίου.

" - Μήπως παραείναι..."

" - Μην αρχίζεις τις μαλακίες. Έδωσες το λόγο σου. Σκάσε και κάνε ό,τι σου λέω."

" - Εντάξει."

Φτάνουμε στο στριπτιζάδικο που δουλεύει η Άντζελα. Η ώρα είναι δύο και - μπαίνουμε. Καθώς προχωρώ στο χώρο υποδοχής, αναρωτιέμαι αν θα δουλεύει σήμερα ή θα έχει ρεπό. Περνάμε μια πόρτα και το μάτι μου πέφτει στα 2 φλίπερ που στέκουν σβηστά και σκονισμένα. Απομεινάρια μιας άλλης δεκαετίας. Το μαγαζί αποπνέει φθορά και πτώση. Θα μπορούσε να γίνει το αγαπημένο μου. Περπατώντας, κοιτάω όσο μπορώ να διακρίνω τη φθαρμένη μοκέτα. Προχωρούμε στα εσώτερα. Πριν καν έρθει ο μετρ, για να μας οδηγήσει σε κάποιον καναπέ, το πρώτο πρόσωπο που αντικρύζουμε από το μαγαζί, είναι η Άντζελα.

Με βλέπει. Κοιταζόμαστε. Είναι που μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα το πολύ, τα μάτια μπορούν να αλλάξουν τέσσερις και πέντε φορές έκφραση: έκπληξη, χαρά, ανακούφιση, έρωτας, φόβος.

Πέφτει στην αγκαλιά μου. Σφίγγοντάς με, ξεφυσάει και ακουμπάει το κεφάλι της μεταξύ ώμου και στέρνου - χαλάρωση. Φιλιόμαστε στα όρθια, στη μέση της σάλας. Οι άνθρωποι του μαγαζιού κοιτούν με απορία. Ένας ξένος - εγώ - που μόλις μπήκε, φιλιέται με την κοπέλα. Ασυνήθιστο.

Καθόμαστε στο καναπέ. Μόνο τότε μου μιλάει.

" - Τι κάνεις, όλα καλά;"

" - Όλα καλά, εσύ πώς πας;"

Αρχίζει μια συνομιλία από αυτές που άλλα λένε κι οι δύο και άλλα θέλουν να πουν. Κρατάει κάνα δεκάλεπτο. Στο μεταξύ, μια παλιά γνωστή έχει έρθει και κάθεται με τον Πέτρο. Αυτός βέβαια το νου του τον έχει σε μένα. Έχει προηγηθεί και εγκάρδιος χαιρετισμός του με την Άντζελα. Και τότε έρχεται η στιγμή.

" - Να πάρω ένα ποτό, μωρό μου;"

Από συνήθεια πάω να πω ναι. Ίσα που το προλαβαίνω.

" - Όχι μωρό μου, να μην πάρεις."

Έκπληξη. Ανοίγουν διάπλατα τα μάτια της. Απορία.

" - Μα τι λες; Τρελλάθηκες; Θα φύγεις;"

" - Όχι μωρό μου, δεν θα φύγω. Αφού όμως είμαι πελάτης, εγώ θα αποφασίσω πώς θα ξοδέψω τα λεφτά μου."

Αρχίζει να σκέφτεται πως θα την διώξω και θα κάτσω με άλλη, για να της την σπάσω. Η αλήθεια όμως είναι χειρότερη.

" - Θες να φύγω;"

" - Όχι φυσικά. Θέλω αν πάμε να μου κάνεις πριβέ χορό."

Με κοιτάει σαν να είμαι εξωγήινος. Δεν πιστεύει σε αυτό που ακούει.

" - Μου κάνεις πλάκα. ε;" ρωτάει με ένα μισερό χαμόγελο στα χείλη της. Φοβάται τη συνέχεια. Δίκιο έχει.

" - Με βλέπεις να γελάω; Όχι, θέλω χορό. Να νοιώσω το σώμα σου γυμνό πάνω μου, να σε χαιδέψω, να φιλήσω τις ρόγες σου, να γευτώ την ηδονή σου. Αυτό θέλω. Όσες κάρτες κι αν κοστίζει."

" - Αυτό αποκλείεται" ψελλίζει, ενώ ήδη τα δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε στα μάγουλά της. "Ξέχασέ το".

Την κοιτάω χωρίς να μιλάω. Πάντα μου άρεσε το βουβό της κλάμα. Ομορφαίνουν τα μάτια.

" - 'Η αυτό ή τίποτα" λέω μετά από κάποιο διάστημα. Κοιτάει γύρω της. Ψάχνει κάποια φίλη της. Για να το πει. Για να κλάψει. Για υποστήριξη. Σκοτάδι γύρω. Με κοιτάει ξανά, περιμένει να ξυπνήσει από το κακό το όνειρο. Εις μάτην. Σηκώνεται αμίλητη. Με κοιτάει μια τελευταία φορά και απομακρύνεται αργά. Εξουθενωμένη. Κι εγώ. Περισσότερο.


To be continued

Τρίτη, Ιουλίου 31, 2007

Σκηνές του Νότου (part 1)


Σκηνή πρώτη (από τις πολλές)

Στον καναπέ, στο στριπτιζάδικο, καθισμένοι βλέπουμε ο ένας τα μάτια του άλλου σαν να είναι η πρώτη φορά. Μερικά δευτερόλεπτα που μοιάζουν ώρες. Σε απόλυτη ησυχία, ενώ τα ηχεία τρίζουν από την ένταση του techno κομματιού που παίζει. Της είχα πει την τελευταία φορά πως θα περιμένω μιαν απάντηση. Ήταν η ώρα, αν και ήξερα τι θα ακούσω από την ώρα που έκανα την ερώτηση. Όμως, έτσι έπρεπε.

" - Λοιπόν;" είπα με την ταχυπαλμία που προηγείται της θλίψεως.
" - Γιατί γαμάς μυαλό μου;", απάντησε με απόγνωση. " Αφού σου είπα πως λυπάμαι αυτόν. Δεν μπορώ να φύγω , περιμένω μόνο κάποτε να φύγει αυτός. Και ξέρω πως εσύ δεν περιμένεις. Να βρεις μόνο μια καλή κοπέλα. Θα χαρώ, μπορεί να κλάψω αλλά θα χαρώ."

Σκηνή δεύτερη (μετά από 10 μέρες)

Κάθομαι στον καναπέ, τον ίδιο πάντα, με μιαν άλλη κοπέλα. Όχι τυχαία. Αυτή που ζήλευε περισσότερο η Άντζελα. Η άλλη, μες στην καλή χαρά, μες στις περιπτύξεις. Ο γυναικείος ανταγωνισμός στο μέγιστο. Να σου τον πάρω, να τον χάσεις. Εγώ ανταποκρίνομαι και με την άκρη του ματιού κοιτώ στο μαγαζί τι κάνει η Άντζελα. Γυροφέρνει τα τραπέζια και ψάχνει πελάτη. Άνευρα, σπασμωδικά, με το μυαλό της στον δικό μας καναπέ.

Σκηνή τρίτη (μιάμιση ώρα μετά)

Το παίρνει απόφαση. Πλησιάζει στον καναπέ, έχει πιεί πολύ. Έρχεται στο πλάι του καναπέ και χαιρετάει. Ανταποδίδω τον χαιρετισμό - η άλλη κοπέλα στην αγκαλιά μου περιμένει την έκρηξη. Αμηχανία. Μετά από μισό λεπτό που στεκόταν όρθια, σαν καλαμιά στον κάμπο, με κόπο πάνω στα ψηλοτάκουνά της (ποτό γαρ), με την καρδιά μου να σπαράζει στο θέαμα, επιστρατεύει όλη την ευγένεια που είχε:
" - Μπορώ να καθήσω λίγο μαζί σου;"
" - Μα αφού βλέπεις μωρό μου πως έχω παρέα" απαντώ και νομίζω πως δεν ακούγονται αυτά που λέω. Θέλω να την πάρω αγκαλιά, όμως έτσι πρέπει να κάνω. Κόλαση, ελπίζω μόνο να μην φαίνεται στη μούρη μου.

Γυρίζει και απομακρύνεται σαν σε slow motion με το αγέρωχο αν και μεθυσμένο περπάτημά της.

Σκηνή τέταρτη (πέντε μέρες μετά)

Είμαι χωρίς γυναικεία παρέα στον καναπέ. Η "άλλη" έχει ρεπό. Η Άντζελα όχι. Έρχεται και χαιρετάει την παρέα μου. Εμένα τελευταίο, σαν να μην τρέχει τίποτα. Κοντοστέκεται για λίγο, μήπως την καλέσω να κάτσει μαζί μου. Δεν κάνω κίνηση. Απομακρύνεται.

Μετά από δύο ώρες και πέντε-έξι ποτά, έρχεται ξανά - εγώ πάντα μόνος, στο μαγαζί καμία δεν έρχεται στην παρέα μας αν δεν προσκληθεί ή αν δεν είναι από τις "δικιές" μας. Κάθεται. Κοιταζόμαστε. Αμηχανία - ξανά. Μιλάει στα Αγγλικά. Το κάνει όποτε είναι σε σύγχυση.
" - Γιατί δεν με φωνάζεις να καθήσω;"
" - Μα αφού το συμφωνήσαμε. Δεν θα ξανακάτσουμε μαζί. Δεν μπορεί να συνεχίζεται αυτή η κατάσταση."
Λίγα λεπτά σιωπής.
" - Μα καλά, με την Τζένη; Με την Τζένη;"
Τζένη είναι η "άλλη".
" - Γιατί μωρό μου; Μια χαρά κοπέλα είναι."
" - Ναι φυσικά. Όμως εγώ δεν μπορώ να σε βλέπω με άλλη". Ήμουν ο γκόμενός της στο μαγαζί! Όχι την μέρα, όχι έξω, μέσα κει όμως, ήμουν δικός της.
" - Και τι να κάνουμε; Τελείωσαν αυτά είπαμε" επιστρατεύω όση δύναμη διαθέτω, ελπίζω μόνο η ηθοποιία μου να την πείθει.
" - Να μην ξανάρθεις στο μαγαζί! Σε παρακαλώ! Δεν αντέχω άλλο."
" - Αυτό να μην το ξαναπείς. Θα πηγαίνω όπου γουστάρω. Και στο μαγαζί θάρχομαι, πάρτο απόφαση."
" - Καλά τότε, θα φύγω εγώ από το μαγαζί. Θα πάω αλλού. Μην με ψάξεις. Γεια σου μωρό μου". Φιλί στο μάγουλο, βλέμμα, αγέρωχο περπάτημα απομάκρυνσης.

Σκηνή πέμπτη ( 2 εβδομάδες μετά)

Είμαι στον καναπέ και έρχεται η αδελφή της Άντζελας να χαιρετήσει.
" - Γεια σου family" έτσι με αποκαλεί εδώ και καιρό.
" - Γεια σου κούκλα μου, μια χαρά σε βλέπω. Μου φαίνεται μάλιστα πως πήρες και κάνα δυό κιλά". Έχει πρόβλημα αδυναμίας, μια κούκλα, μια γυναικάρα, που δεν ξεπερνά όμως τα 45 κιλά. Ψυχολογικοί οι λόγοι.
" - Ξέρεις, από τότε που χώρισα νομίζω πως άρχισα να παίρνω λίγο βάρος."
" - Μπράβο!"
" - Ξέρεις η αδελφή μου δουλεύει στην Πειραιώς (μου λέει το μαγαζί)."
Πρέπει να ήταν η τεσσαρακοστή φορά που το άκουγα. Όλες οι κοπέλες που ήξεραν τι συμβαίνει, με ενημέρωναν ανελλιπώς και επαναληπτικώς.
" - Το ξέρω μωρό μου, το ξέρω" αποκρίθηκα.
" - Καλά, δεν την αγαπάς πια; Ούτε πας να τη δεις, ούτε με ρωτάς γι' αυτή"
" - Έτσι μου ζήτησε η ίδια. Να μην πάω. Το ότι είναι καλά το μαθαίνω. Αυτό αρκεί."
" - Και δεν μου λες, με τη Τζένη, έχετε σοβαρή σχέση;"

Χαμογελώ. Η αλήθεια είναι πως με την Τζένη δεν είχαμε καν σχέση, πόσο μάλλον σοβαρή. Ήξερα όμως τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν στο μαγαζί. Τα ενθάρρυνα, είναι η αλήθεια.
" - Κάνε μου μια χάρη. Ρώτα τη Τζένη. Ότι σου πει, αυτό συμβαίνει. Δεν μου αρέσει να μιλάω γι' αυτά τα πράγματα. Άντε τώρα, πήγαινε να δουλέψεις".


To be continued

Σάββατο, Μαΐου 12, 2007

Αγαπημένη...Ένι


Πριν από κάποιο διάστημα είχα γράψει το ποστ "'Αντε ρε μαλάκα...(sorry Pascal) " .Αφορούσε στη συνομιλία μου με μια κοπέλα που εργάζεται σε στριπτιζάδικο και διάβασε το blog μου. Την έλεγα Μίκα. Λοιπόν η Μίκα - που το όνομά της είναι Ένι, την έψαξε τη δουλειά και τελικά μπόρεσε να μου αφήσει το σχόλιό της, όπως με είχε "απειλήσει". Κι εγώ για να την ευχαριστήσω για την τιμή που μου έκανε, πρώτη φορά παραθέτω σε ποστ ένα σχόλιο:


Ανώνυμο είπε...
su grfo gia na mi ksana bo stin diadikasia na se brizo pali ssto magazin k to kanis tema.lipon oso gia tis aidies pu grafis "re malaka" kalitera mi miliso ,to leksiko su distihos ine poli ftoho k hamilu epipedu ideea den ehis na grafis,alla edaksi ehis to dikeoma na prospatisis.Aaaaaaaaa k to alo ,erhodas sto magazin nomizis k grafis oti ta kseris ola alla ideea den ehis ti ginete giro su bistepseme.prin na ta grfis ola afta rota k kanena alon,tha dis oti tha ehi alo apopsi k mipos kataferi ,i malon prolaveni na se stamatisi na stilis ola afta ta lantazmena minimata ston kosmo pu ta diavazi.epidi mipos se bistevune k olas.kata'tala se simpato poli den pavis na eise kalo pedi,apla daksi den ta ehis k poli me afto to grapsimo telika.(kala afto me to Armani to diaskedasa poli) sas hereto olus.ENI i alios i Mika opos o "malakas" egrapse.


sofogreg:

Καλή μου Ένι, χαίρομαι πολύ που μου έγραψες, αλήθεια σου λέω. Μη σταματήσεις όμως να με βρίζεις στο μαγαζί! Πάντα μου αρέσει να βριζόμαστε (χα χα χα). Συγχαρητήρια για τα ικανοποιητικά Ελληνικά σου, αφού έχεις τόσο λίγα χρόνια στην Ελλάδα. Δεν νομίζω πως τα ξέρω όλα. Ούτε στο μαγαζί σου, ούτε σε άλλα μαγαζιά. Απλώς παραθέτω τη δική μου άποψη, λέω όσα βιώνω - με ολίγη φαντασία μερικές φορές. Και μην φοβάσαι, δεν παίρνει κανείς λανθασμένα μηνύματα. Με διαβάζουν λίγοι - στο ξαναείπα και δεν συχνάζουν σε στριπτιζάδικα (αν και αρκετοί μου έχουν ζητήσει να πάμε μαζί). Πάντως πριν βγάλεις συμπέρασμα για το τι γράφω, καλό θα ήταν να διαβάσεις και άλλα κείμενά μου. Βέβαια, δεν σου αρέσει το πως γράφω. Τι να κάνω γι' αυτό; Θα προσπαθήσω περισσότερο! Ευτυχώς σε μερικούς άλλους αρέσει.

Το ξέρω πως με συμπαθείς, αυτό εξάλλου είναι αμοιβαίο. Δεν ξέρω αν είμαι καλό παιδί, χαίρομαι όμως που το πιστεύεις.

Σμαααααααααακ (αφού μου είπες πως σου αρέσει!)

.........................................................................

Αυτή ήταν η απάντησή μου στην Ένι. Θα μπορούσα να γράψω πολλά γι' αυτήν αλλά το αφήνω για μια άλλη φορά. Είναι ένα γαμάτο κορίτσι, αντράκι σωστό - μα και τόσο θηλυκό συνάμα. Ζει και αυτή, όπως τόσες άλλες, μια δύσκολη ζωή. Μια ζωή που σε καμιά τους δεν αρέσει, αλλά που ελάχιστες αποφασίζουν να την αλλάξουν. Μια ζωή με πολλά λεφτά, που συνήθως δεν χαίρονται. Με την Ένι δεν θυμάμαι πώς πρωτομιλήσαμε. Ξέρω όμως πως στ' αλήθεια συμπαθούμε ο ένας τον άλλο. Άλλες φορές έρχεται και κάθεται στα πόδια μου με το δικό της μοναδικό στυλ αρνούμενη να την κεράσω έστω ένα ποτό ("νομίζεις πως έρχομαι εδώ για τα λεφτά σου ρε μαλάκα;" συνηθίζει να λέει), άλλες απλώς περνάει και μου ρίχνει ένα μπινελίκι - όποτε το ακούω, αμέσως το μεταφράζω σε γλυκόλογο, γιατί στην ουσία τέτοιο είναι - μερικές φορές απλώς κοιταζόμαστε και κάποιες φορές κάνει σαν να μην με βλέπει. Ξέρω πως πάντα με παίρνει είδηση. Έχω αποφασίσει η σχέση μας να καθοδηγείται απ' αυτήν: ανάλογα με τα κέφια της. Της παραχώρησα το δικαίωμα να συμπεριφέρεται όπως θέλει χωρίς να μου εξηγεί το γιατί. Είναι η μόνη στο μαγαζί που έχει τέτοιο δικαίωμα. Δεν την ρωτάω σχεδόν ποτέ. Όταν θέλει ή αισθάνεται την ανάγκη θα έρθει να μου μιλήσει. Την βλέπω μόνο την ώρα της δουλειάς της. Την νοιώθω ή έτσι τουλάχιστον νομίζω εγώ. Την σέβομαι. Δυστυχώς δεν μπορώ να την βοηθήσω ουσιαστικά σε κάτι - δεν θα μου το ζήταγε άλλωστε ποτέ, δεν το επιτρέπει ο εγωισμός της. Την θεωρώ "δικό" μου άνθρωπο.

Αγαπημένη Ένι!

Τετάρτη, Μαΐου 02, 2007

Και η "ζωή" συνεχίζεται...


Γύρω στις 12 το βράδυ στο μαγαζί, βγάζουν τα "πολιτικά" τους και βάζουν τη στολή τους - τη γύμνια τους.

Κατεβαίνουν στην αίθουσα και κάθονται στους καναπέδες. Ώσπου να έρθουν οι πελάτες, κουτσομπολεύουν μεταξύ τους. Λένε για τους γκόμενούς τους, σχεδόν πάντα ψέμματα. Ντρέπονται η μια την άλλη. Μα και η άλλη ντρέπεται με τη σειρά της. Και όλες ξέρουν πως λένε ψέμματα. Συνεχίζουν όμως. Μια απαραίτητη σύμβαση, συνεισφορά στον αυτοσεβασμό τους. Μάταια προσπάθεια. Σχεδόν καμία δεν σέβεται τον εαυτό της. Κι αν στην αρχή τον σεβόταν, μετά από τόσα χρόνια γύμνιας, ψέμματος, βίας, εκπόρνευσης, ναρκωτικών, ξύλου, φόβου, κυνηγητού, κάτι τέτοιο απλώς δεν είναι δυνατόν.

Φιλίες λιγοστές. Πραγματικές φιλίες καθόλου. Συνεργασία μερικές φορές και υποστήριξη κάποιες άλλες. Μοναξιά σε όλα τα επίπεδα. Μόνες, αυτές και το κορμί τους. Ίσως γι' αυτό και το κοιτούν τόσο συχνά στους καθρέφτες. Είναι η παρέα τους, η συντροφιά τους, το βάσανό τους μα ταυτόχρονα και το μόνο για το οποίο εξακολουθούν να είναι περήφανες.

Πίνουν το πρώτο ποτό τους και ανάβουν τσιγάρο - όσες καπνίζουν. Οι πελάτες έρχονται σιγά σιγά. Αρχίζουν τη γύρα:

"- Θέλεις χορό;"

" - Θέλεις να καβλώσεις;"

" - Θέλεις κάτι σπέσιαλ με 10 κάρτες;"

" - Θα με κεράσεις ένα ποτό να μιλήσουμε;"

" - Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καβλιάρα είμαι..."

" - Μα τι θες εσύ εδώ, τόσο όμορφος άντρας;"

" - Νομίζω πως μόλις συνάντησες το όνειρό σου - εμένα!"


Φράσεις σχεδόν κλισέ, σε σπαστά και με βαρειά προφορά ελληνικά. Επαναλαμβάνονται όλη τη νύχτα. Μεσολαβούν περίπου 7 ώρες. Και ύστερα ουρά στο ταμείο, να πληρωθούν τις κάρτες τους - σαν τα παιχνίδια στο λούνα παρκ. Μετράνε αρκετές φορές τα 3οο, 400 ή 500 ευρώ που τους δίνει ο ταμίας - πολλές φορές το μεθύσι δεν βοηθά την κατάσταση - τα τοποθετούν στο μικρό τσαντάκι τους και ανεβαίνουν στα καμαρίνια. Φορούν τα "πολιτικά" τους, ρούχα χαμηλής αξίας και αισθητικής, τα αθλητικά τους παπούτσια οι περισσότερες - 7 ώρες πάνω σε εικοσάποντα τακούνια σε εξουθενώνουν φαντάζομαι.

Βγαίνουν γρήγορα από το μαγαζί, χώνονται σε ταξί που έχουν ήδη καλέσει και χάνονται στη Συγγρού. Στο βάθος ο Σαρωνικός φεγγίζει.

Καλημέρα για τους άλλους, γι' αυτές καληνύχτα. Πάντα.

Παρασκευή, Απριλίου 06, 2007

Μητέρα - φτώχεια


Η Άλα έχει έρθει στην Ελλάδα εδώ και 4 χρόνια.
Κοπέλα ψηλή - πάνω από 1.75 - αδύνατη, μεγάλα πόδια, ωραίο σώμα. Αυτό όμως που προσέχεις σ' αυτήν είναι το πρόσωπό της: στρογγυλό, με ιδιαιτέρως τονισμένα τα ζυγωματικά, μικρή και χαριτωμένη μυτούλα, όμορφο στόμα - κυρίως όταν χαμογελάει, γιατί να γελάει δεν την έχω δει ποτέ. Και ύστερα τα μάτια της. Μεγάλα και σχιστά ταυτόχρονα, πράσινα και φωτεινά, τα μάτια ενός ξωτικού. Μονίμως λυπημένα, ακόμα κι όταν η ίδια είναι ευχαριστημένη.
Γυρνάει μέσα στα σκοτάδια του μαγαζιού, ανάλαφρη μα λίγο σκυφτή - σαν τις κοπέλες που σκύβουν γιατί ντρέπονται για το στήθος τους. Το περπάτημά της δεν αποπνέει θηλυκότητα κυρίως, μα κούραση και αποστασιοποίηση. Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της, είναι ξένο σώμα γι' αυτήν.

Έφυγε από την πατρίδα της πριν πέντε χρόνια - πρώην σοβιετική δημοκρατία. Πήγε στην Ιταλία, μαζί με μια φίλη της και την αδελφή του τότε αγοριού της. Πήγαν να δουλέψουν, να βγάλουν λεφτά. Ένα βράδυ, η φίλη τους έκανε την πρώτη βίζιτα, 500 ευρώ το αντίτιμο. Γύρισε σπίτι, πέταξε τα λεφτά πάνω στο τραπέζι και έβαλε τα κλάματα. Αισθανόταν βρώμικο τον εαυτό της, δεν άντεχε το σώμα της. Την λυπήθηκε τόσο που αποφάσισε να μην γίνει βίζιτα, να μην γαμιέται. Και τότε άκουσε πως στην Ελλάδα υπάρχουν στριπτιζάδικα που δεν πιέζουν τις κοπέλες να βγαίνουν στη βίζιτα. Μπορούν απλώς να κάνουν χορό και στριπτίζ. Ήρθε έτσι στην Αθήνα. Και ξεκίνησε δουλειά. Όχι πως αυτό της άρεσε, μα ήταν προτιμότερο από τη βίζιτα. Άρχισε να μαζεύει λεφτά, να στέλνει στην οικογένειά της στην πατρίδα.

Γνώρισε κι έναν Έλληνα, τον ερωτεύτηκε πολύ, έμεινε μαζί του. Ήταν όμως κακή περίπτωση αυτός, έτσι τουλάχιστον της έλεγαν οι άλλοι. Τα προβλήματα πολλά - τίποτα το ξεχωριστό δηλαδή, όπως συμβαίνει με τόσες και τόσες κοπέλες της δουλειάς της.

Η Άλα δεν μπορούσε να βρει το δρόμο της. Ήταν και μικρή, τώρα έφτασε τα 24. Βασανιζόταν, μα τον αγαπούσε - έτσι αισθανόταν αυτή. Και τελικά τη λύση την έδωσε η ίδια η ζωή: αναγκαστικά δεν μπορούσε πια να είναι μαζί του, λόγοι "ανωτέρας βίας".

Η Άλα είναι κορίτσι παράξενο. Από μικρή την ενδιέφερε η "άλλη" ζωή, ο "άλλος" κόσμος, όχι αυτό που όλοι βλέπουμε. Έβλεπε παράξενα όνειρα. Έπαιζε με κάρτες ταρό, η γιαγιά της ήταν ξακουστή πως αν και δεν ήταν γιατρός θεράπευε πολλούς. Κληρονομικό το χάρισμα, της φαίνονταν όλα φυσιολογικά. Εκεί μάλλον οφείλει και το ιδιαίτερο βλέμμα της. Διαβάζει πολύ, σκέφτεται περισσότερο. Στενοχωριέται για τη ζωή που ζει αυτή και οι άλλες κοπέλες, όσο μπορεί όμως την υπομένει.

Υπάρχουν περίοδοι που αισθάνεται αδύναμη. Κουρασμένη και γερασμένη αισθάνεται σχεδόν πάντα. Είναι όμως πολύ δυνατή. Έχει πειθαρχία και έχει βάλει στόχο - άγνωστο σε μένα προς το παρόν.

Μια μέρα με πλησίασε η Άλα στο μαγαζί. Εδώ και καιρό μιλούσαμε, τα τυπικά.

Μου είπε πως γράφει ποιήματα στα ελληνικά. Με ρώτησε αν θα ήθελα να μου τα δείξει - δεν τα είχε δει κανείς. Όταν τη ρώτησα γιατί διάλεξε εμένα, χαμογέλασε με κοίταξε με τα καταπράσινα - σαν-ξωτικού-μάτια της και μου είπε:

" - Θέλεις ή δεν θέλεις;"

Φυσικά και ήθελα. Μου έφερε την άλλη φορά που την είδα, σε ένα χαρτί από τετράδιο, ένα ποιήμα της. Έπαθα πλάκα, συγκινήθηκα. Της ζήτησα την άδεια να το δουν και μερικοί φίλοι μου. Δεν την ένοιαζε, αφού το έδειξε σε έναν - είπε - είναι το ίδιο να το δουν και άλλοι. Δεν είναι πια μόνο δικό της. Ορίστε:

"Τα φαινόμενα
Τα έχω δει από καιρό.
Έχω χαθεί - κενό.
Η ζωή κατέληξε στη νύχτα
Η ελπίδα κάπου μακριά
και όλα γύρω μου σκοτάδι, πολύ στενά.
Κοιτάω δρόμους που οδηγούν στο πουθενά.
Ανθρώπους που χαλάνε χρόνο στη στεριά
και δίπλα τους η μητέρα - φτώχεια.
Ψυχές πετάξανε να βρούνε κάπου ηρεμία
εμείς τελειώνουμε το ταξίδι σιγά-σιγά
Και πάλι στη στεριά.
Κενό, σκοτάδι και μητέρα - φτώχεια."

Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007

Άντε ρε μαλάκα...(sorry Pascal)

Είχα να την δω πάνω από 20 μέρες. Περνώντας από τον καναπέ, μου ένευσε, κάτι σαν "θα τα πούμε αργότερα". Πράγματι, γύρω στις 5 το πρωί, ήρθε στον καναπέ. Αδύνατη όπως πάντα, πλατινέ μακρύ μαλλί όπως πάντα, αντράκι όπως πάντα. Κάθησε πάνω στο δεξί μου πόδι και με αγκάλιασε και με τα δύο χέρια της απ' το λαιμό μου. Με φίλησε και την φίλησα.
"- Τι κάνεις κορίτσι μου;"
" - 'Αντε γαμήσου ρε μαλάκα". Έτσι προσπαθούσε πάντα να κρύψει την συναισθηματική της φόρτιση. Συνέχισε να έχει το ένα της χέρι περασμένο γύρω από το λαιμό μου.
" - Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω", της είπα.
Πήρε τσιγάρο και το άναψε. Ανοιγόκλεισε τις μεγάλες και ψεύτικες βλεφαρίδες της, ξεφύσηξε τον καπνό και μου είπε:
" - Δηλαδή ρε μαλάκα, εδώ ερχόμαστε σε σας, για να πάρουμε κάρτες;"
Δεν καταλαβαίνω σε τι αναφέρεται. Απομακρύνω λίγο το κεφάλι μου, χαλαρώνω τη λαβή της και την κοιτάω στο πρόσωπο.


" - Τι λες παιδάκι μου;" Αυτή συνεχίζει με τη μπάσα φωνή της και την χαρακτηριστική βαρειά ξενική προφορά στα ελληνικά της:
" - Αυτό που σου λέω, μαλάκα. Ερχόμαστε εδώ για να πάρουμε κάρτες; Γιατί τα γράφεις αυτά;"
΄Ωπα, αρχίζω να μπαίνω στο νόημα.
" - Τι γράφω;"
" - Τα διάβασα όλα. Αυτές τις μαλακίες που γράφεις στο ίντερνετ για μας."
Απίστευτο. Είχε βρει το blog και διάβασε τα κείμενά μου. Και όπως ήταν φυσικό, δεν κατάλαβε καλά. Μιλάει καλά ελληνικά, αλλά το διάβασμα είναι μια άλλη υπόθεση. Προσπαθώ να της εξηγήσω.
" - Κοίτα Μίκα, δεν είναι έτσι. Δεν έγραφα πως έρχεστε για κάρτες. Έγραφα πως έρχονται οι κοπέλες και κτυπάνε κάρτα στον καναπέ μας. Αυτό σημαίνει πως κάνετε κάτι που επαναλαμβάνεται κάθε φορά, όπως οι εργαζόμενοι που κτυπούν κάρτα, όταν πηγαίνουν το πρωί στη δουλειά. Κάτι σαν να το έχετε υποχρέωση."
" - Ποια υποχρέωση; Θυμάσαι πόσες φορές μου είπες να με κεράσεις ποτό και εγώ σου είπα όχι, μην χαλάς τα λεφτά σου. Και συ γράφεις μαλακίες..."
Με τα πολλά καταλαβαίνει πως ήταν παρεξήγηση. Νόμιζα πως όλα τέλειωσαν. Κι όμως:
" - Και δεν μου λες, πότε έχεις έρθει εσύ εδώ με Αρμάνι μουστούμι και παπούτσια Πράντα; Όλο μαλακίες έγραφες. Και είχα θυμώσει τόσο όταν τα διάβαζα, δεν έβρισκα όμως τον τρόπο να σου γράψω, όπως όλοι οι άλλοι από κάτω".
" - Ρε συ, εκείνο το κείμενο είχε τίτλο Όνειρο, δεν ήταν αλήθεια. Ήταν σαν να το είχα δει στον ύπνο μου."
" - Και σιγά μην παντρεύτηκες κάποια στην κουζίνα, μαλάκα..." συνεχίζει ακάθεκτη. Θυμάται πολλές λεπτομέρειες, μου κάνει εντύπωση. Όταν με τα πολλά την πείθω πως γράφω κάτι σαν λογοτεχνία, ό,τι δεν είναι πιστή περιγραφή της πραγματικότητας όλα τα κείμενά μου, τότε μου αναφέρει τις Δέκα Εντολές για το στριπτιζάδικο:
" - Και αφού είναι λογοτέχνη(sic), τότε γιατί έγραψες οδηγίες για το μαγαζί; Και τους λες να μας μεθάνε; Να έρχονται αργά, για να πληρώνουν λιγότερα; Να προσέχουν να μην τους δουλεύουμε; Με ποιους είσαι ρε μαλάκα; Με μας ή με τους άλλους; Μαλάκα, ε μαλάκα!"
Δεν είχα ξανακούσει τόσο πολλές φορές το χαρακτηρισμό "μαλάκας" να απευθύνεται σε μένα. Κι αντί να θυμώσω, είχα ξεκαρδιστεί στα γέλια. Και τόσο η Μίκα "φόρτωνε".
Και καθώς την κοίταζα να ξεδίνει και να ηρεμεί σιγά σιγά, με το χέρι της πάντα γύρω απ' το λαιμό μου, προσπάθησα να την ησυχάσω.
" - Ηρέμησε, όσα γράφω είναι συνήθως καλά για σας. Αφού πολλές γυναίκες που τα διαβάζουν, με βρίζουν που σας υπερασπίζομαι και σας παρουσιάζω τόσο καλές..."
" - Καλά, άστα αυτά μαλάκα, δεν με κοροϊδεύεις εμένα" είπε σαφώς πιο ήρεμη, με χαμόγελο στα χείλη της " και δεν μου λες, σε διαβάζουν πολλοί;"
" - Μπα, μην ανησυχείς. Λίγοι με διαβάζουν, κάτι φίλοι μου μόνο." Και τότε σκέφτηκα πως αν το μάθουν και άλλες κοπέλες, θα πρέπει να εξηγώ στην καθεμιά τους, μέρες ολόκληρες!" Κοίτα μόνο, δεν θέλω να το ξέρει κανείς πως είμαι εγώ αυτός που τα γράφει, έτσι;"
" - Α, εντάξει τότε. Θέλω όμως να μου πεις πώς θα σου αφήνω κι εγώ μήνυμα, να σε βρίζω. Άμα σου γράφω κάτι, το βλέπουν και οι άλλοι;"

" - Φυσικά, όλοι το βλέπουν".

" - Και να σου πω και κάτι άλλο; Μην έχεις τίτλο στη σελίδα σου Striptease, καλύτερα να την λες Μαλάκας".

" - Αυτό δεν μπορώ να το κάνω Μίκα μου" απάντησα, "γιατί τον τίτλο αυτό τον κατέχει άλλος"

Sorry ρε συ Pascal (malaka)!

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 28, 2007

Όνειρο;

Γύρω στις τέσσερις. Μπήκαμε στο μαγαζί. Μέρα Πέμπτη, κατά τα άλλα συνηθισμένη. Χαιρετούρες και κατευθείαν στον καναπέ μας. Όλη η παρέα. Αν και διαφωνούσαν, ήρθαν όλοι μαζί: ο Πι, ο Σίγμα, ο Κάπα κι εγώ. Άρχισαν να έρχονται οι κοπέλες να "χτυπήσουν κάρτα", να μας χαιρετήσουν δηλαδή μία προς μία. Η μέρα είχε επιλεχθεί προσεκτικά. Όλες οι πιο κοντινές στην παρέα μας έπρεπε να είναι εκεί. Κανείς δεν ήξερε τι θα γίνει, ούτε καν η παρέα. Είχα πει απλώς πως θα κάνω κάποιο happening στην Άντζελα. Ήξεραν φυσικά πόσο τη γούσταρα. Με φοβόντουσαν και γι’ αυτό δεν συμφωνούσαν. Ο Κάπα, ο "αρχηγός", μου είχε επιστήσει την προσοχή: " - Κανόνισε να μην γίνουμε ρεζίλι. Έχουμε και μια μούρη στο μαγαζί". Τον καθησύχασα. Δεν με πολυπίστεψε. Δίκιο είχε.
Στην αρχή, οι κοπέλες δεν με αναγνώρισαν, έτσι ντυμένο με κουστούμι, πρώτη φορά με έβλεπαν – το ίδιο και οι δικοί μου. Φορούσα το μαύρο μου Αρμάνι, με άσπρο πουκάμισο φαρδύ, μανίκια λίγο σηκωμένα, χωρίς γραβάτα, μαύρα Prada παπούτσια. Αξύριστος δύο μέρες, με ζελέ στα μαλλιά. Τελικά, ίσως και να κάνουν τα ράσα τον παπά. Ήρθε η δικιά μου. Τέντωσε τα μάτια γεμάτη έκπληξη. Της άρεσε όμως αυτό που έβλεπε. Κάθισε για λίγο πάνω στα πόδια μου, με φίλησε ως όφειλε και μετά πήρε τη θέση της δίπλα μου στον καναπέ. Ανοίξαμε σαμπάνια για όλους. Την καλύτερη που είχε το μαγαζί. Την έστειλα να αλλάξει, να φορέσει ένα μαύρο φόρεμα που είχε. Ξέκωλο – αφού το φορούσε στη δουλειά, αλλά τύπου βραδινό. Ήπια και εγώ, ήταν ειδική μέρα.
Με τον dj είχα συνεννοηθεί τρεις μέρες πριν, του είχα δώσει και το cd. Αρκούσε ένα νεύμα μου, το σύνθημα. Το πρώτο μπουκάλι Dom Perignion τελείωσε και ανοίξαμε δεύτερο. Ήταν κάπου στη μέση του, η ώρα είχε πάει πέντε παρά. Έδωσα το σύνθημα στον dj και σηκώθηκα από τον καναπέ – δήθεν για τουαλέτα. Από το μικρόφωνο ο dj ανακοίνωσε πως θα ακολουθήσει special show και δεν έλεγε ψέματα. Όπως συνήθως συμβαίνει έσβησε τελείως τα φώτα, για να τοποθετήσουν υποτίθεται το ντεκόρ. Στάθηκα δίπλα στην πίστα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και σκέφτηκα το βλέμμα της Άντζελας. Ανέβηκα πάνω στην πίστα και στάθηκα προσοχή στο κέντρο, δίπλα στον στύλο. Τότε, μετά από 5 δευτερόλεπτα πλήρους ησυχίας, άναψαν τα φωτορυθμικά, άρχισε να παίζει το τραγούδι. (Σημείωση για τους αναγνώστες: αν δεν το έχετε ήδη βάλει, βάλτε το να παίξει τώρα.)
Αρχίζω να τραγουδάω, σαν καραόκε χωρίς όμως να ακούγεται η φωνή μου:
"The night we met I knew I needed you so
and if I had the chance I'd never let you go…"
Γυρίζω προς το μέρος του καναπέ και την κοιτάω
"…So won't you say you love me
I'll make you so proud of me
We'll make 'em turn their heads
Every place we go So won't you please…"

Όλη την ώρα κουνάω τα χέρια μου, σαν να απαγγέλλω τους στίχους. Τα τεντώνω και τα μαζεύω, δείχνω το νόημα των στίχων όπως κάνουν οι σκυλάδες.

"…(Be my be my baby) Be my little baby
(I want it only say) Say you'll be my darling
(Be my be my baby) Be my baby now
(I want it only say) Ooh, ohh, ohh, oh…"

Επίτηδες διάλεξα τις Ronnettes. Μου άρεσε το contrast, ένας άντρας με κουστούμι και οι γυναικείες φωνές τους. Πλησιάζω στην άκρη της πίστας και την δείχνω συνεχίζοντας

"…I'll make you happy, baby
Just wait and see
For every kiss you give me
I'll give you three…"
Την καλώ να ανέβει. Σηκώνεται αποσβολωμένη, ενώ την φωτίζει ο προβολέας. Έρχεται προς το μέρος μου, ενώ συνεχίζω να τραγουδάω

"…Oh, since the day I saw you
I have been waiting for you
You know I will adore you
Till eternity
So won't you please…"

Φτάνει και την πιάνω από το χέρι. Αγκαλιαζόμαστε και χορεύουμε σαν μπλουζ σε εφηβικό πάρτυ.

"(Be my be my baby) Be my little baby
(I want it only say) Say you'll be my darling
(Be my be my baby) Be my baby now
(I want it only say) Ooh, ohh, ohh, ohh, oh"
Τέλος. Την φιλάω απαλά στα χείλη. Οι πελάτες ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Έχουν καταλάβει πως δεν είναι μέρος του show. Την πιάνω από τη μέση και τη σηκώνω αγκαλιά. Κατεβαίνω από την πίστα και συνεχίζω προς το διάδρομο, με την Άντζελα στην αγκαλιά μου. Γύρω μας πελάτες να κοιτούν και στριπτιζούδες βουρκωμένες.
Φτάνω στο μπαρ, κοντά στην έξοδο του μαγαζιού. Περνώ από μπροστά και μπαίνω στην πόρτα που οδηγεί στην κουζίνα. Κι εκεί, κάτω από το φως που έχουν οι κουζίνες και τα κρεοπωλεία, αυτό το αρρωστημένο άσπρο-γκρι από λάμπες φθορίου, την κατεβάζω από την αγκαλιά μου, την ακουμπάω όρθια στα πόδια της. Την κοιτάω, χαμογελάω και βγάζω από την τσέπη μου ένα δαχτυλίδι. Της το φοράω στο τέταρτο δάχτυλο του αριστερού χεριού και λέω:
" - Θες να γίνεις γυναίκα μου;"
" - Ναι" ψελλίζει.
Και παντρευτήκαμε. Μάρτυρες στο γάμο η κοπέλα που σκουπίζει το μαγαζί και το παιδί που πλένει τα ποτήρια – δύο δεν χρειάζονται;
.
..
...
....
.....
......
.......
Ξύπνησα. Η διάθεσή μου εξαιρετική. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και ο ουρανός ήταν μολυβί. Τεντώθηκα και χάιδεψα το γάτο μου. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Είχε ένα σημάδι από κραγιόν. Χαμογέλασα ικανοποιημένος.
Ωραία αρχή, για το υπόλοιπο της ζωής μου, σκέφτηκα.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2007

Λόλα



Την πρόσεξα για πρώτη φορά, όταν την είδα να περπατάει στον διάδρομο, ανάμεσα στους καναπέδες. Κάτι δεν μου κόλλαγε. Ήταν ψηλή, πολύ αδύνατη. Ξανθά ίσια μαλλιά αρκετά πιο κάτω από τους ώμους. Πρόσωπο με έντονα χαρακτηριστικά, ψεύτικες βλεφαρίδες, πολύ έντονα χείλη και ζυγωματικά. Μικρό στήθος, κοιλιά που έκανε εσοχή. Τα οστά της λεκάνης προεξείχαν. Πολύ λεπτά χέρια και πόδια. Όσο την κοίταζα, τόσο σιγουρευόμουν πως υπέφερε από anorexia nervosa.
Και τότε κατάλαβα τι μου φαινόταν παράξενο: έμοιαζε πολύ με μοντέλο. Η όψη της, το σώμα της, το περπάτημά της. Δεν ταίριαζε σε στριπτιζάδικο, σαν τη μύγα μες στο γάλα. Εξέπεμπε αυτό το «κρύο» που έχουν τα μοντέλα, καθόλου την καβλιάρικη αίσθηση των στριπτιζούδων.
Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Σταύρωσε τα πόδια της. Ήταν τόσο αδύνατα που φαίνονταν σαν να είχαν αλλάξει θέση, ήταν και έτσι σχεδόν παράλληλα μεταξύ τους. Έβγαλε ένα τσιγάρο, το έβαλε στο στόμα της και γύρισε προς το μέρος μου με κίνηση βαμπ. Πήρα τον zippo από το τραπέζι και της πρόσφερα φωτιά. Τράβηξε μια τζούρα με λαιμαργία και ξεφυσώντας μου είπε στα ελληνικά, με χαρακτηριστική ρώσικη προφορά:
"- Δεν θέλω να ρωτήσω το όνομά σου."
" - Μην το ρωτάς", απάντησα.
" - Ήθελα να μάθω αν με βρίσκεις όμορφη."
" - Όχι απλώς όμορφη. Θεά" είπα. Αν και δεν είσαι του γούστου μου, σκέφτηκα.
Έμεινε να κοιτάει ευθεία μπροστά και δεν μίλησε για 2-3 λεπτά. Μετά πήρε το ποτήρι μου και ήπιε μια γουλιά. Το αποφάσισε.
" - Είναι σωστό μια τόσο ωραία κοπέλα σαν κι εμένα να δουλεύει σε τέτοιο μαγαζί;"
Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Τι να πω; Συνέχισε λες και δεν περίμενε απάντηση.
" - Εγώ έπρεπε να περπατάω σε πασαρέλα. Στο Μιλάνο ή το Παρίσι". Γύρισε προς το μέρος μου.
" - Δίκιο έχεις. Και εγώ όταν σε είδα, αυτό σκέφτηκα". Την κοίταξα στα μάτια. Στο μισοσκόταδο το βλέμμα της ήταν χαμένο – τόσο που σου φαινόταν χαζό, κρύο, αποξενωμένο, μα πάνω απ’ όλα λυπημένο.
" - Πόσο χρονών είσαι;" την ρώτησα.
" - Είναι αργά πια. Άστο" μου απάντησε. Σήκωσα το αριστερό μου χέρι και με την έξω πλευρά της χάιδεψα απαλά το μάγουλο. Αισθάνθηκα το χέρι μου υγρό. Σφίχτηκε η ψυχή μου. Το βλέμμα της ίδιο και απαράλλαχτο. Σηκώθηκε να φύγει. Την ώρα που έσβηνε το τσιγάρο, της είπα:
" - Ποτέ δεν είναι αργά, αν το θες πολύ".
Χαμογέλασε και μου ανταπέδωσε το χάδι στο μάγουλο.
" - Δεν ξέρεις εσύ. Με λένε Λόλα".
Έφυγε περπατώντας σαν σε επίδειξη του Vercace. Το κεφάλι ψηλά. Η ψυχή ποδοπατημένη.
Και τότε κατάλαβα.

Μερικές φορές από την αρχή είναι πολύ αργά.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23, 2007

Οι δέκα εντολές

Ή αλλιώς, "Οδηγός επιβίωσης σε στριπτιζάδικο". Δέκα tips για να περάσετε εσείς καλά και οι άλλοι καλύτερα. Πάμε:
1) Πάρε μαζί σου λίγους (και καλούς). Από τότε που ήμασταν έφηβοι, οι μεγάλες αντροπαρέες είναι απωθητικές στις γυναίκες. Ο πολύς αντρικός χαβαλές τις ξενερώνει. Δεν μπορεί να υπάρξει ερωτική ατμόσφαιρα, με τέτοιες προϋποθέσεις. Οι στριπτιζούδες δεν εξαιρούνται του κανόνος. Ακόμα κι αν πας για πλάκα, κάντην με γούστο και μέτρο.
2) Αποφάσισε γιατί πας. Όπως σε κάθε περίσταση στη ζωή, έτσι κι εδώ, πρέπει να ξέρεις για ποιο λόγο πας στο στριπτιζάδικο: θέλεις fun, θέλεις να αισθανθείς ψεύτικο ερωτισμό, έμαθες πως κάποιες από το μαγαζί κάνουν βίζιτες και θες να δοκιμάσεις ή σου αρέσει κάποια κοπέλα και θες να την κατακτήσεις; Αποφάσισε και συμπεριφέρσου αναλόγως.
3) Πήγαινε αργά. Δεν πάμε σε στριπτιζάδικο…μεσημεριάτικα. Ούτε μόλις ανοίξει, δηλαδή κατά τις 11 το βράδυ. Η καλύτερη ώρα είναι κατά τις 4 το πρωί. Ο λόγος είναι απλός. Έχεις μεγαλύτερες πιθανότητες να βρεις καλό τραπέζι ή καναπέ – αφού ο κόσμος είναι λιγότερος. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως οι κοπέλες έχουν ήδη δουλέψει ένα πεντάωρο και μάλλον έχουν πετύχει το στόχο των χρημάτων που είχαν θέσει ξεκινώντας. Αυτό σημαίνει πως είναι πιο χαλαρές και δεν θα σε κοιτούν στην…τσέπη συνεχώς.
4) Μην είσαι αγενής. Θα έρθουν πολλές κοπέλες να σου ζητήσουν παρέα ή χορό, πριν να συναντήσεις τη γυναίκα των ονείρων σου. Μπορείς να αρνηθείς με ωραίο τρόπο. Να είσαι ευγενικός, όχι όμως υποχωρητικός μαζί τους. Μην τους μιλάς άσχημα ή απότομα. Όσο κι αν δεν το πολυπιστεύεις, μπορεί να πληγωθούν. Κι αν όχι, να είσαι σίγουρος πως θα πουν σε όσες κοπέλες προλάβουν, πως είσαι μεγάλος μαλάκας.
5) Κέρνα πραγματικά ποτά. Όταν κεράσεις ποτά τη γυναίκα που γουστάρεις, φρόντισε να είναι πραγματικά. Πολλές φορές ο μπάρμαν βάζει νεράκι στο ποτήρι ή για οικονομία ή γιατί του το ζητάει η κοπέλα. Μύρισε με τρόπο το ποτήρι της κι αν διαπιστώσεις πως δεν είναι ποτό, ρώτα την αν πίνει. Αν σου πει ναι, στο επόμενο ποτό τόνισέ το στον σερβιτόρο, να είναι πραγματικό. Αν δεν πίνει, κανόνισε την πορεία σου. Μάλλον δεν θα ευχαριστηθείς με την παρέα της: είναι επαγγελματίας και θα σου πει το παραμύθι της, χωρίς τίποτα το ξεχωριστό. Ένας χρυσός κανόνας λέει: "Γυναίκα που πίνει, μην την φοβάσαι". Που σημαίνει πως αφού πίνει, θα ζαλιστεί, θα χαλαρώσει, μπορεί να ξεχάσει ποια είναι και ποιος είσαι και να είναι πιο αυθόρμητη.
6) Έσο πρωτότυπος. Όταν αρχίσεις να μιλάς με μια κοπέλα, φρόντισε να είσαι, κατά το δυνατόν, πρωτότυπος. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσες φορές έχει ακούσει τις ίδιες μαλακίες από πελάτες! Κι αν ξενερώσει με όσα λες, έχεις λιγότερες πιθανότητες να περάσεις καλά. Γι’ αυτό, βάλε τη φαντασία σου να δουλέψει. Και να θυμάσαι κάτι: όσο πιο αληθινός είσαι μαζί της, τόσο πιο αληθινή θα είναι κι αυτή.
7) Κράτα λογαριασμό. Όση ώρα εσύ και η παρέα σου πίνετε, κερνάτε κοπέλες ή κάνετε χορούς, φροντίστε ένας απ’ όλους να κρατάει λογαριασμό, ειδικά αν είστε για πρώτη φορά στο μαγαζί. Έστω στο περίπου. Έτσι θα μπορείτε να ελέγξετε στο τέλος τι θα πληρώσετε. Υπάρχει περίπτωση να πάνε να σας "φάνε", που σημαίνει να σας κλέψουν. Και τότε, χαράματα, είναι πολύ δύσκολο να θυμηθείτε τι είχατε ξοδέψει.
8) Να είσαι large με τους σερβιτόρους. Μην τσιγκουνευτείς το πουρμπουάρ στο τέλος. Ειδικά αν έχεις σκοπό να πηγαίνεις συχνά στο μαγαζί. Είναι ο λογαριασμός 280; Δώσε και 20 στο σερβιτόρο. Είναι 550 ευρώ; Δώστου ένα πενηντάρικο. Ο σερβιτόρος είναι τα μάτια σου στο μαγαζί. Αυτός θα σου φωνάξει την κοπέλα που θα του ζητήσεις, αυτός θα φροντίσει να της φέρνει κανονικά ποτά, αυτός θα σε πληροφορήσει – όχι φυσικά από τις πρώτες φορές – ποια κοπέλα κάνει extras ή ποια κάνει βίζιτα, θα σε ενημερώσει ποια είναι μαλακισμένη, ξενέρωτη ή καβλιάρα.
9) Κάνε focus. Γύρνα αν θες κάμποσα στριπτιζάδικα, να δεις ποιο σου ταιριάζει περισσότερο. Ποιο έχει περισσότερες γυναίκες του γούστου σου. Σε ποιο οι μουσικές επιλογές σε βρίσκουν σύμφωνο. Μα όταν αποφασίσεις, τότε σταμάτα τις γύρες. Θα πηγαίνεις στο ίδιο μαγαζί. Έτσι εκεί θα σε γνωρίζουν όλοι, από τον πορτιέρη και τον παρκαδόρο, ως τον μετρ και τις κοπέλες. Δεν φαντάζεσαι πόσο σημαντικό είναι αυτό. Για να είσαι αναγνωρίσιμος, δεν χρειάζεται να πηγαίνεις πέντε φορές την εβδομάδα. Αρκεί οι εμφανίσεις σου να έχουν ρυθμό και επαναληπτικότητα.
10) Ου μπλέξεις. Ασχολήσου με την παρέα σου, όχι με τις γύρω παρέες. Κοίτα τις κοπέλες σας, όχι τις κοπέλες των άλλων τραπεζιών. Κι αν παρατηρείς τους άλλους, κάντο με τρόπο, μην καρφώνεσαι. Αν παρ’ ελπίδα ξεκινήσει καβγάς, μην προσπαθήσεις να διευθετήσεις την κατάσταση. Υπάρχουν άλλοι για την δουλειά αυτή. Αν κάποιος σε προκαλέσει, μην βιαστείς να ανταποδώσεις. Κοίτα πρώτα καλά τι συμβαίνει και ποιος είναι και αν χρειαστεί δώσε τόπο στην οργή. Δεν πήγες εκεί για μποξ ή κικ-μπόξινγκ, πήγες να καβλαντίσεις.

Αυτές είναι οι δέκα εντολές, για ένα καλό strip-clubbing. Και κάτι ακόμα: ιδανικό θα ήταν στην αρχή της περιήγησής σου σε τέτοιους χώρους, να ακολουθήσεις κάποιον που ξέρει, κάποιον "έμπειρο και πολυταξιδεμένο". Έτσι θα είσαι πιο χαλαρός, θα ξέρεις τι ακριβώς να κάνεις και τι όχι.
Πάρε βαθιά ανάσα. Άνοιξε καλά τα μάτια σου και βούτα!

Σάββατο, Φεβρουαρίου 10, 2007

Destiny



Είχε ανακοινώσει πως σταμάτησε από τα στριπτιζάδικα, ένα μήνα πριν. Μετά που είχαμε μια έντονη συζήτηση. Της παρουσίαζα ωμά και ρεαλιστικά την κατάσταση της ζωής της.
" - You’ re fucking right", μου είχε πει. Όταν μίλαγε αγγλικά ήταν πολύ πειραγμένη – και πολύ πιωμένη. Βούτηξε ένα ποτήρι και προσπάθησε να το πετάξει στην πίστα. Της έπιασα με δύναμη το χέρι, την πόνεσα. Με όλα. " - Φύγε, μην χαλάς άλλο τη ζωή σου" της είπα. " - Φεύγω, να μην σου χαλάσω το βράδυ" αντιγύρισε δακρυσμένη. Σηκώθηκε δείχνοντας αξιοπρεπής και προσέχοντας τα βήματά της απομακρύνθηκε από τον καναπέ.

Είχα να πάω στο μαγαζί καμιά δεκαπενταριά μέρες. Μπήκα και στάθηκα στη γωνία του μπαρ, χαιρέτησα. Το αφεντικό και τον μπάρμαν το φίλο μου. Όχι με αυτή τη σειρά. " - Καλά, πού το’ μαθες;" μου είπε το αφεντικό. " - Ποιο;" " - Ότι γύρισε η δικιά σου". " - Δεν το’ μαθα, τώρα το ακούω." " - Ε τότε, να πάρεις λαχείο". Χαμογέλασα, " μπα, προτιμώ ιππόδρομο". Ακούμπησα τον αγκώνα μου στη μπάρα και έβαλα coca cola στο ποτήρι με τα παγάκια που είχε ήδη καταφθάσει. Άρχισαν να έρχονται τα κορίτσια για να χαιρετίσουν. Άνοιγμα της καπαρντίνας, χώσιμο στην αγκαλιά, φιλί στο μάγουλο ή πεταχτό στο στόμα – αναλόγως των αισθημάτων, μούρη γεμάτη με στρας μετά από 10 λεπτά.
Με την άκρη του ματιού μου, την εντόπισα στο βάθος του μαγαζιού. Με είχε δει. Στεκόταν όρθια και ακίνητη. Αναποφάσιστη. Κινήθηκε προς το μπαρ, μα στα μέσα της διαδρομής έσκυψε και μίλησε σε κάποιον πελάτη, σαν να έψαχνε αυτόν. Ξανασηκώθηκε, έκανε δύο-τρία βήματα ακόμα προς το μπαρ και με μεταβολή κατευθύνθηκε προς τις τουαλέτες. Την ώρα εκείνη ήρθε η Αΐντα, μια μελαχρινή ανατολίτισσα, Ουζμπεκιστάν μεριά, εικοσάχρονη, με αμυγδαλωτά μαύρα μάτια. " - Πού ήσουνα μέρες τώρα;" Προσπαθεί να μάθει ελληνικά το μικρό. " - Δουλειές", απάντησα αόριστα. " - Έλειψες πολύ σε πουτανάκι σου". Για τον εαυτό της μιλούσε. Την αγκάλιασα με τρυφερότητα και τη φίλησα στο μέτωπο.
Με την άκρη του ματιού μου την είδα να βγαίνει από την τουαλέτα. Άρχισε να περπατά με το γνωστό απαράμιλλο τρόπο της, που σημαίνει πρόσωπο ψηλά, στήθος προτεταμένο και λίκνισμα που θα κόλαζε και άγιο. Που σημαίνει πως είχε αποφασίσει να έρθει να μου μιλήσει. Όταν είχε φθάσει στα έξι – επτά μέτρα από μένα, κράτησα στην αγκαλιά μου τη μικρόσωμη Αΐντα με το ένα χέρι και άνοιξα το άλλο, το αριστερό. Την προσκαλούσα χαμογελώντας πλατιά. Στα τελευταία της βήματα κοιταζόμασταν στα μάτια. Η Αΐντα γύρισε, την είδε και αμέσως άδειασε την αγκαλιά μου – σεβασμός στην ιστορία μας, σε ό,τι ήταν φανερό σε όλους, σ’ αυτά που αισθανόμασταν.

Μπήκε στην αγκαλιά μου, σχεδόν ακούμπησε – σαν το πλοίο που αφήνει την ανταριασμένη θάλασσα και γλιστράει στο λιμάνι. Με φίλησε στο μάγουλο. Την φίλησα κι εγώ, χωρίς να έχω σταματήσει να χαμογελώ. Απομάκρυνε το πρόσωπό της λίγα εκατοστά και ενώ μου σκούπιζε τα στρας, μου είπε:
" - Γεια σου, πού το’ ξερες;"
" - Δεν ήξερα τίποτα, μωρό μου. ‘Ετυχε".
" - Destiny." είπε και φωτίστηκε το πρόσωπό της." Τι νέα;"
" - Τα ίδια. Ξέρεις, κέρδισα ένα στοίχημα. Ένας φίλος μου πίστευε πως θα ξαναγύριζες στη δουλειά σε δυο εβδομάδες. Εγώ του είπα πως σε είχα για πιο πεισματάρα, θα έκανες τουλάχιστον ένα μήνα. Και κέρδισα."
Αμηχανία. Δίπλα μας το αφεντικό, κοίταζε. Τον κοίταξα. " - Ξέρεις, για να την ξαναπάρω να δουλέψει, έπαιξε ρόλο και η αδυναμία που της έχεις. Και το κόλλημα που έχει αυτή μαζί σου, επίσης." Χαμογέλασα. " - Θα μου την αφήνεις να δουλεύει και λίγο, έτσι;" συνέχισε μισοαστεία-μισοσοβαρά.
Γύρισα και την ξαναείδα, εκεί, λίγα εκατοστά από το πρόσωπό μου, σε επαφή με το σώμα μου. Αμηχανίας συνέχεια. Το πήρε απόφαση: " - Ξέρεις, ορκίστηκα σε μένα, αν σε ξαναδώ, να σου πω γεια σου και αυτά. Τίποτα άλλο. Να πάω για δουλειά μου".
" - Το φαντάστηκα πως θα ήταν έτσι" απάντησα χωρίς να χαμογελάω πια.
Απαλά ξεγλίστρησε από την αγκαλιά μου, με φίλησε στο μάγουλο, έδιωξε με το χέρι της λίγα ακόμα στρας και μου είπε με απόγνωση στο βλέμμα: " - Πάω για δουλειά". Πριν απαντήσω, γύρισε και άρχισε να απομακρύνεται – μου φάνηκαν γυρτοί οι ώμοι της για πρώτη φορά. Έκανε επτά-οκτώ βήματα. Κοντοστάθηκε. Και ξαφνικά, κάνει μεταβολή, αρχίζει να τρέχει πάνω στα εικοσάποντα τακούνια της και πέφτει με ορμή στην αγκαλιά μου, σαν την ανταριασμένη θάλασσα πάνω στο μόλο. Με φιλάει στο στόμα. Την φιλάω κι εγώ. Χάνεται ο κόσμος. Χάνεται ο χρόνος, φως παντού και πουθενά.
" - Μου έλειψες".
" - Κι εμένα" απαντώ.
" - Σε αγαπάω".
" - Κι εγώ ".
" - Είμαι ακόμα με το γκόμενο".
" - Destiny" της χαμογελάω.
Ακουμπάει το κεφάλι της στο στέρνο μου και γαντζώνεται πάνω μου. Σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτάω το ταβάνι, τι να μου πει κι αυτό…
Κι ακούω στο μυαλό μου τη φωνή του Joe Cocker να τραγουδάει:
“...N'Oubliez Jamais
It's in your Destiny
A need to disagree
When rules get in the way
N'Oubliez Jamais...”
Το αφεντικό, όλη την ώρα δίπλα, παρακολουθούσε.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σημ: Το μουσικό χαλί "εκλάπη" από τον RockerBlogger και το post του για τον Joe Cocker .

Παρασκευή, Ιανουαρίου 26, 2007

Στριπτιζο- Ελληνικό λεξικό



Τόσον καιρό σας γράφω κι έχω παραλείψει κάτι σημαντικό:
Στριπτιζο-ελληνικό λεξικό.
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όπως σε κάθε ξεχωριστό και "ιδιαίτερο" χώρο, υπάρχουν λέξεις και φράσεις που μόνο εκεί συναντάς, όπως και λέξεις με διαφορετική ερμηνεία και χρήση από την καθομιλουμένη.




  • Στριπτιζούδες: τα κορίτσια.


  • Πελάτες: εγώ, εσύ και όλοι οι άλλοι.


  • Κάρτα(-ες): το νόμισμα του μαγαζιού. Κάτι σαν τις μάρκες του λούνα παρκ. Τις δίνουν τα γκαρσόνια, αφού πληρώσεις το αντίτιμο - συνήθως 10 ευρώ η κάρτα.


  • Χορός πριβέ: ο χορός που σου κάνει μια κοπέλα που εσύ θα διαλέξεις, σε έναν καναπέ σκοτεινό και απομακρυσμένο. Περιλαμβάνει και πιασίματα - εκτός της πολύ ευαίσθητης περιοχής και φιλιά - όχι στο στόμα όμως.


  • Χορός: ο χορός που κάνει η κοπέλα στην πίστα, αυτός με την περίφημη μπάρα. Κάθε κοπέλα χορεύει με τη σειρά της δύο ή τρεις φορές κάθε βράδυ.


  • Λαγός: ο πελάτης που είναι καψούρης με μια στριπτιζού, πηγαίνει πολύ συχνά και ξοδεύει πολλά λεφτά γι' αυτήν (σαμπάνιες και λοιπά), χωρίς συνήθως κανένα αντίκρυσμα ή ανταπόδοση εκ μέρους της. Συνώνυμο του θύματος. Φράση: " φέρε και κανένα καροτάκι", την λες όταν υποψιάζεσαι πως κάποια κοπέλα σε έχει για λαγό. Ή " για λαγό με πέρασες μωρή μαλακισμένη;"


  • Φάγωμα: όταν μια στριπτιζού σε έχει για λαγό, σε κοροϊδεύει και θέλει να σου φάει τα λεφτά. Φράση: "Σε έχει για φάγωμα ρε μαλάκα" ή " Σε τρώει, δεν το καταλαβαίνεις;"


  • Τάπερ: μια γυναίκα από τον "έξω κόσμο" που σε συνοδεύει στο στριπτιζάδικο. Η σημασία της λέξης προέρχεται από την εξής παρομοίωση: όταν πηγαίνεις με γυναίκα σε τέτοιο μαγαζί, είναι σαν να πηγαίνεις με τάπερ από το σπίτι σου σε εστιατόριο. Φράση: "καλά, πόσα ταπεράκια έφερες σήμερα;"


  • Σεπαρέ: χώροι απομονωμένοι από το κυρίως μαγαζί. Υπήρχαν παλιότερα, τώρα έχουν απαγορευθεί. Εκεί γίνονταν πραγματικά πριβέ οι χοροί.


  • Φραπέ: κωδική λέξη για την μαλακία(κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά). Φράση: " Ποιά κάνει καλό φραπέ;" ή " Σε κέρασε και φραπέ;"


  • Μάνατζερ: ο νταβατζής της κοπέλας. Φράση: " Δεν την αφήνει ο μάνατζέρ της να βγαίνει έξω με άντρες"


  • Φουσκωτός: ο μπράβος του μαγαζιού. Συνήθως δεν κάθεται μέσα στο μαγαζί. Έρχεται μόνο σε περίπτωση ανάγκης. Φράση: " Μην κάνεις μαλακίες, θα πλακώσουν οι φουσκωτοί"


  • Ποτό: όταν μια κοπέλα κάθεται μαζί σου για παρέα, την κερνάς ποτό (-ά). Συνήθως κοστίζει κάθε ποτό 2 κάρτες. Πρέπει να φροντίζεις το ποτό να είναι πραγματικό και όχι νεράκι. Όχι για να παίρνεις ό,τι πληρώνεις, αλλά κυρίως γιατί "γυναίκα που πίνει μην την φοβάσαι"! Φιλοσοφική φράση στον χώρο που σημαίνει πως όταν μια κοπέλα πιεί, χαλαρώνει και έχεις μεγαλύτερες πιθανότητες να εισπράξεις αισθησιασμό με λόγια και...έργα.


  • Κονσομασιόν: γίνεται και στα στριπτιζάδικα. Σημαίνει πως οι κοπέλες γυρνούν από τραπέζι σε τραπέζι και σου μιλάνε προσπαθώντας να σε ψήσουν για χορό ή ποτό. Αναλόγως των ευαισθησιών του πελάτη, μπορεί να είναι και οι πιο αμήχανες στιγμές, ίσως και δυσάρεστες. Ενδέχεται μέσα σε ένα βράδυ να πεις "Όχι" πάνω από 20 φορές.


  • Μπουκάλι: συνήθως πρόκειται για σαμπάνια ή κρασί. Αν πρόκειται να περάσεις όλο το βράδυ σου με συγκεκριμένη κοπέλα - φλερτάροντας με τον χαρακτηρισμό "λαγός" - αντί να την κερνάς ποτό κάθε 20 λεπτά, παίρνεις ένα μπουκάλι.Κόστος από 10 έως και 30 κάρτες.


  • Σαμπάνια πίστας: είναι σαμπάνιες που δίνεις εντολή σε ένα γκαρσόνι να ανοίξει, την ώρα που η κοπέλα που γουστάρεις χορεύει πάνω στην πίστα. Πρόκειται για σαμπάνιες ξεφτίλας -δεν πίνονται, είναι μόνο για το εφέ. Κοστίζουν πολύ φθηνότερα από την σαμπάνια που θα πιεί η κοπέλα στην παρέα σου και ανοίγονται ανά κιβώτιο. Ακραία ένδειξη πως έχεις ήδη γίνει "λαγός".


Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2007

Το σημάδι




Μόλις τον άφησα πίσω μου, ευχαριστημένο.
Άρχισα να περπατώ προς το bar και ένα φωτάκι άρχισε να τρεμοπαίζει στο πρόσωπό μου.
Ήταν το σημάδι. Προερχόταν από το λέιζερ του Βασίλη. Με καλούσε για τον επόμενο. Δεν πρόλαβα να ανάψω τσιγάρο. Δεν πρόλαβα να πιω μια γουλιά από το κόκκινο κρασί μου. Κουνώντας όπως έπρεπε τον κώλο μου, προχώρησα προς τον καναπέ.
Ήταν δεν ήταν 20 χρονών. Καθόταν ήδη στον καναπέ και με περίμενε. Το στόμα του μισάνοιχτο καθώς πλησίαζα. Αν τον έβλεπα έξω από το μαγαζί, ίσως να τον έλεγα χαριτωμένο. Τώρα, καθισμένο στον καναπέ, τον βλέπω σαν κρέας. Του χαμογελώ καθώς φθάνω μπροστά του - έτσι πρέπει. Φαίνεται μια σταλιά, έτσι χωμένος στον σκοτεινό καναπέ, κι εγώ όρθια μπροστά του πάνω στα εικοσάποντα τακούνια μου.
Σκύβω και του λύνω τη ζώνη. Μαρμαρωμένος. Την βγάζω, σηκώνω αργά το υποτυπώδες φόρεμά μου και αρχίζω να γδύνομαι. Στο ύψος του στήθους μου καθυστερώ για λίγο - επίτηδες. Κοιτάω το βλέμμα του καρφωμένο στο επίμαχο σημείο. Περιμένει να δει τα βυζιά μου. Τον βασανίζω για ένα-δύο δευτερόλεπτα ακόμα και τα αποκαλύπτω. Διαστολή οφθαλμών και κόρης μαζί.
Παίρνω μια βαθειά ανάσα και ξεκινώ. Ανεβαίνω πάνω του, τα βυζιά μου στο πρόσωπό του. Αρχίζω να κουνιέμαι, να ανεβοκατεβαίνω. Στη μνήμη μου έρχεται η φορά που είχα ξεχάσει να βγάλω τη ζώνη σ' έναν και γέμισε η κοιλιά μου πληγές και σημάδια. Ασυναίσθητα με το αριστερό μου χέρι ψάχνω δίπλα στον καναπέ να βεβαιωθώ πως αυτή τη φορά του την έβγαλα. Εντάξει. Τρίβομαι στο σώμα του και αισθάνομαι τις αντιδράσεις. Πιο βαρειά η ανάσα, φουσκωμένο το παντελόνι, διστακτικό άγγιγμα με τα χέρια . Είναι μικρός. Δεν αισθάνεται άνετα. Του πιάνω τα δυο χέρια και τα βάζω να χουφτώσουν το στήθος μου. Οι ρόγες μου έχουν σκληρύνει, όχι από κάβλα. Από την τριβή και τον αέρα του air condition.
Απολαμβάνω την εξουσία. Σηκώνομαι και γυρίζω από την άλλη. Τώρα βλέπει την πλάτη και τον κώλο μου. Συνεχίζω το ανεβοκατέβασμα και τον πιέζω εκεί που πρέπει. Αλλάζω ρυθμό - ένα από τα μυστικά μου είναι η αλλαγή ρυθμού. Χαμογελάω στην Μισέλ που χορεύει αντίκρυ μου και τη ρωτάω με νεύμα τι ώρα είναι. Την ίδια στιγμή αισθάνομαι το χέρι του να προσπαθεί να εισχωρήσει στο κυλοτάκι μου. "Ξύπνησε" ο μικρός. Με ήρεμες κινήσεις απομακρύνω το χέρι του, σηκώνομαι και ξαναγυρίζω προς το μέρος του. Χαϊδεύω το παντελόνι του στην περιοχή του φερμουάρ και αντιλαμβάνομαι τον έντονο σφυγμό του. Είναι έτοιμος. Ακουμπώ τα χέρια μου στην πλάτη του καναπέ και βλέπω τον Βασίλη σε μια σκοτεινή γωνία να με κοιτάει. Αυτό το γκαρσόνι, έχει το συνήθειο να με παρατηρεί όταν κάνω χορούς. Δεν είμαι σίγουρη ποιος είναι πιο καβλωμένος - ο πιτσιρίκος ή ο Βασίλης. Δυο τρία ανεβοκατεβάσματα ακόμη, πίεση του στήθους μου στο πρόσωπό του και τα χαρακτηριστικά τινάγματα του σώματός του. Τελείωσε.
Μειώνω τις κινήσεις μου, σαν το τρένο που φθάνει στο σταθμό και κάθομαι δίπλα του. Με κοιτάει με ένα βλέμμα, μείγμα πόθου - ανακούφισης - απελπισίας και προσμονής.
Φοράω το υποτυπώδες φόρεμά μου, σηκώνομαι και κάνω νεύμα στο Βασίλη να μου δώσει τις τέσσερις κάρτες μου. Ανταμοιβή. Ικανοποίηση η αίσθησή τους στην παλάμη μου. Χαμογελάω στο μικρό, ενώ τις βάζω στο τσαντάκι μου, σαν μάρκες του λούνα παρκ. Αρχίζω να περπατάω κουνώντας τον κώλο μου όπως πρέπει, με τα βυζιά μου να κοιτούν αγέρωχα μπροστά.
Ένα φωτάκι άρχισε να τρεμοπαίζει στο πρόσωπό μου. Ήταν το σημάδι. Ξανά.

Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2007

Femme Natale (part II)

Εγώ κι αυτός

Ήταν ένα από τα συνηθισμένα βράδια στη δουλειά, όταν στο μαγαζί ήρθε η παρέα του Γάμμα – ένας από τους πρώτους και πιο παλιούς μου πελάτες από το μαγαζί που δούλευα πριν.
(Καλό παιδί ο Γάμμα, ήσυχος, σχεδόν αμίλητος. Πλήρωνε πολλά για μένα και δεν με ενοχλούσε ιδιαίτερα. Ήταν από τις πιο καλές περιπτώσεις που μπορούσες να βρεις, για πελάτης. Στην αρχή μάλιστα με γοήτευε κιόλας. Είχα κοιμηθεί κι ένα βράδυ μαζί του, μα μέχρι εκεί. Έξω από το μαγαζί δεν ήταν αυτό που φαινόταν. Πολλά κόμπλεξ. Αν πας με έναν άντρα στο κρεββάτι, καταλαβαίνεις γι' αυτόν πολλά, αισθάνεσαι.)
Φυσικά, πήγα στην παρέα του. Ήταν ο Λάμδα, ο γυμνασμένος φίλος τους ( μάλλον Κάππα τον έλεγαν) και ένας που έβλεπα για πρώτη φορά. Κάθισα με το Γάμμα, μα τα μάτια μου έπεφταν συνέχεια στον καινούριο. Ωραίος έδειχνε, μα δεν ήταν αυτό που με τραβούσε. Στο μαγαζί συνηθίζεις να μην προσέχεις την εξωτερική εμφάνιση - γιατί τότε πώς θα κάνεις παρέα και θα αγγίξεις τους άσχημους; Ήταν αλλιώτικος από τους άλλους. Δεν καταλάβαινα τι το ξεχωριστό είχε, μα εξέπεμπε κάτι διαφορετικό. Και με κοιτούσε συνέχεια, προσπαθώντας να μη φανεί - νόμιζε μάλιστα πως το είχε καταφέρει. Έτσι κύλησε όλο το βράδυ. Αυτός δεν πήρε κάποια κοπέλα για παρέα, παράξενο κι αυτό. Τότε γιατί ήρθε στο στριπτιζάδικο;

Θυμάμαι πως το πρωί που έφυγα, στο μυαλό μου γυρόφερνε αυτός ο ψηλός, πληθωρικός άντρας με το έντονο βλέμμα και την ξεχωριστή αύρα. Μάλιστα για κάποιες στιγμές, σκέφτηκα τον εαυτό μου μαζί του! Αν είναι δυνατόν! Μέσα μου έβαλα τα γέλια. Έξω μου δεν μπορούσα, γιατί θα με ρωτούσε ο Δέλτα, το αγόρι μου και τι να του πω… Απλώς, χαμογέλασα. Δεν είχα καν μιλήσει μαζί του, δεν ήξερα το όνομα του και σκεφτόμουν βλακείες. Έθαψα τις σκέψεις μου, όπως είχα μάθει πλέον καλά να κάνω και συνέχισα τη ζωή μου. Μέσα σε έναν μήνα, τον είδα άλλες δυο φορές. Πάντα αμίλητος, πάντα χωρίς κοπέλα, εγώ με τον Γάμμα και όποτε γύριζα να τον δω, με κοιτούσε. Τι παράξενο! Πρώτη φορά μου κινούσε την περιέργεια τόσο πολύ ένας πελάτης και μάλιστα όχι δικός μου! Το σίγουρο ήταν πως ήθελα να του μιλήσω, να μάθω γι’ αυτόν, να κάνουμε παρέα. Τον είδα άλλες δυο φορές με την παρέα του, χωρίς το Γάμμα. Πλησίασα και τις δυο φορές και τον ρώτησα για τον Γάμμα, ελπίζοντας πως θα μου έπιανε την κουβέντα, θα με καλούσε στο τραπέζι του. Όμως αυτός τίποτα. Τι παράξενος που ήταν… Σαν να μην ήθελε να μου μιλήσει, σαν να τον ενοχλούσε που του μίλαγα. Τότε όμως γιατί με κοιτούσε βράδια ολόκληρα; Μήπως δεν του άρεσα; Μα αφού δεν έπεφτα ποτέ έξω σ’ αυτές τις διαπιστώσεις. Έτσι κύλησε σχεδόν άλλος ένας μήνας. Και για πρώτη φορά, απασχολούσε το μυαλό μου ένας άντρας με τον οποίο δεν είχαμε πιει ούτε ένα ποτό, δεν ήξερα καν το όνομά του. Μυστήρια που είναι η ζωή…

Ήταν μια Πέμπτη γύρω στις τέσσερις το πρωί. Είχα ήδη δουλέψει 4 ώρες και είχα πιει αρκετά, ήμουν μεθυσμένη. Τον είδα ξανά με την παρέα του στον γνωστό καναπέ που πάντα κάθονταν στο Baby G.. Ο φίλος του είχε μια κοπέλα και αυτός καθόταν μόνος. Πλησίασα και του μίλησα για τρίτη φορά, για το μόνο θέμα που είχαμε κοινό: τον ρώτησα για τον Γάμμα. Μου απάντησε πάλι κοφτά και ψυχρά. Πήγα να φύγω, όταν μέσα μου φούντωσε ο θυμός και ξαναστράφηκα προς το μέρος του. Κάθισα δίπλα του στον καναπέ και άρχισα να του τα χώνω, βοήθησε και το ποτό που είχα πιει. "Τι περιμένεις, γιατί δεν μου μιλάς, γιατί δεν κάνουμε παρέα, μήπως δεν σου αρέσω, μήπως είσαι μαλάκας" και άλλα τέτοια που καλά - καλά δεν θυμάμαι γιατί ήμουν ζαλισμένη. Και τότε μου μίλησε. Μου είπε πως τον λένε Σοφοκλή. Μου εξήγησε πως δεν μου μιλούσε γιατί τον ρωτούσα συνεχώς για τον Γάμμα. Νόμιζε πως ήθελα τον Γάμμα. Και πώς μπορούσε να μου μιλά, αφού δεν μου άρεσε! Έπαθα πλάκα. Έπεσα από τα σύννεφα. Όλα αυτά που μου έλεγε – και φαινόταν να λέει αλήθεια – μια εξήγηση είχαν: με έβλεπε σαν κανονική κοπέλα και όχι σαν στριπτιζού! Με συνάντησε στο Baby G. και με θεωρούσε κανονική κοπέλα! Πώς θα έκανε παρέα με μια που ήταν με έναν φίλο του; Ξεχνούσε πως αυτή ήταν η δουλειά μου! Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, με κατέκλυσε μια ζεστή αίσθηση και ανοίχτηκα. Άρχισα να του μιλάω και δεν σταματούσα! Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου. Είχε μια παράξενη επίδραση επάνω μου: με έκανε να αισθάνομαι ασφαλής, να αισθάνομαι τρυφερότητα. Με έκανε να είμαι αυτό που με έβλεπε: μια κανονική κοπέλα και όχι μια στριπτιζού! Με έκανε να αισθάνομαι Ναταλία, παρ’ όλο που σ’ αυτόν συστήθηκα ως Άντζελα.

Όλο το βράδυ ήμουν μαζί του. Με κέρασε κόκκινο κρασί – 200 ευρώ, λες να έχει λεφτά; – μέθυσα τελείως. Δεν θυμάμαι καλά, μα νομίζω πως του χόρεψα, τον φίλησα πολλές φορές, τον άγγιζα σε κάθε ευκαιρία, δεν θυμάμαι. Αυτό που θυμάμαι ήταν το μεγάλο, ζεστό, sexy χαμόγελό του. Του άρεσα, το επιβεβαίωσα. Το πρωί που έφυγα, είχα μια παράξενη αίσθηση – σαν να είχα απατήσει το Δέλτα. Δεν το σκεφτόμουνα, μα το αισθανόμουν. Αυτός ο άνθρωπος, με έκανε να μην αισθάνομαι "επαγγελματίας". Με ανάγκαζε να δείχνω, όσο κάτι τέτοιο ήταν δυνατό, τον αληθινό εαυτό μου.

Έκανα παρέα μαζί του για αρκετά βράδια, από την ημέρα εκείνη και μετά. Έμαθα γι’ αυτόν, όσα μου έλεγε. Ήταν 40 χρονών, ανύπαντρος, χωρίς παιδιά, χωρίς πολλά λεφτά. Είχε καλή ψυχή, αυτό το κατάλαβα μόνη μου, είχε χιούμορ, ήξερε να με κάνει να νοιώθω άνετα και ασφαλής. Μόλις τον έβλεπα να μπαίνει στο μαγαζί, ανακουφιζόμουν. Θα περνούσα δυο-τρεις ώρες ευχάριστα. Είχα αρχίσει να αποζητώ την συντροφιά του.
Φορά με τη φορά, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν μεταξύ μας. Ένα από τα βράδια που είχε έρθει, είχα τη γιορτή μου. Με την ευκαιρία, του είπα και το πραγματικό μου όνομα: Ναταλία. Περνούσα καλά, μα κάτι παράξενο συνέβαινε και το αισθανόμουν. Το βλέμμα του γινόταν όλο και πιο έντονο, εγώ μιλούσα όλο και περισσότερο. Αρχίσαμε να νοιώθουμε πράγματα που δεν λέγαμε. Άρχισα να μην μεθώ όταν ήμουν μαζί του, αν και έπινα. Δεν το είχε ανάγκη το μυαλό μου φαίνεται… Μου ζήτησε το τηλέφωνό μου και του το έδωσα. Έλειπε και ο Δέλτα στην Ουκρανία και τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα εγώ τότε. Μου άρεσε σαν άντρας. Τον σκεφτόμουν και εκτός μαγαζιού. Δεν θα μπορούσα όμως να κοιμηθώ μαζί του, όχι εύκολα. Με είχε συνεπάρει στον κόσμο του, εκεί που δεν ήμουν μια στριπτιζού, ήμουν αυτό που είχα θάψει βαθιά μέσα μου: ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να το χαλάσω αυτό, για μια βραδιά μαζί του. Δεν το ήθελα. Νομίζω – ή ελπίζω;- ούτε κι αυτός.
Βγήκαμε και εκτός μαγαζιού δύο φορές. Μια για καφέ και μια για φαγητό. Επιβεβαίωσα αυτά που είχα καταλάβει γι’ αυτόν. Ήταν ένας άντρας όχι σαν αυτούς που με περιτριγύριζαν χρόνια τώρα. Ήταν από άλλο κόσμο, κάτι σαν εξωγήινος. Τρυφερός, ντροπαλός, καλός, μα ταυτόχρονα άντρας. Μου είπε πως του άρεσα περισσότερο με τα ρούχα μου! Άκου εκεί τι μου είπε! Μα δεν έπρεπε πια να μου κάνει εντύπωση: γι’ αυτόν ήμουν μια φυσιολογική κοπέλα, ούτε που του περνούσε από το μυαλό η αλήθεια, όταν ήταν μαζί μου τουλάχιστον. Τις άλλες ώρες δεν ξέρω. Ποτέ δεν με πίεσε για τίποτα, ποτέ δεν μου ζήτησε τίποτα. Μαζί του ήμουν τόσο χαλαρή, τόσο ήρεμη, είχα ξεχάσει πόσο ωραία αίσθηση ήταν αυτή. Και έτσι στο μαγαζί ή έξω, συνέχιζε η γνωριμία μας. Ώσπου… Ώσπου τα πράγματα άρχισαν ν’ αλλάζουν, μέσα μου κυρίως. Τον σκεφτόμουν πολλές φορές, σαν άντρα. Σκεφτόμουν αν θα μπορούσα να τον αγαπήσω. Μα ναι, ήταν σίγουρο αυτό. Ίσως ήταν ο μόνος από αυτούς που είχα συναντήσει στη ζωή μου που μπορούσα ν’ αγαπήσω πολύ και πραγματικά. Και τότε ήταν που συνειδητοποίησα τι έκανα!

Είχα αρχίσει να του λέω ψέματα. Μα πώς στο διάολο να του πω όλη την αλήθεια; Χωρίς να το καταλαβαίνω, είχα αρχίσει να ωραιοποιώ τον εαυτό μου, να αποκρύπτω γεγονότα και πληροφορίες. Δεν ήθελα να του χαλάσω την εικόνα που αυτός είχε δημιουργήσει για μένα. Πώς μπορούσα να το κάνω άλλωστε; Πώς να του πω την πραγματική μου σχέση με τον Δέλτα; Ντρεπόμουν. Όσο αυτός με αντιμετώπιζε σαν μια κανονική κοπέλα, τόσο πια εγώ ντρεπόμουν γι’ αυτό που ήμουν. Η στάση του, ενώ μου άρεσε τόσο, με καταρράκωνε εσωτερικά. Όσο ο Σοφοκλής έβλεπε – και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια – το κορίτσι που υπήρχε μέσα μου, το έδειχνε και σε εμένα. Κι έτσι, αυτό που τόσο καιρό προσπαθούσα να θάψω, το έφερε ξανά στην επιφάνεια. Και τότε, πονούσα για το άλλο μέρος του εαυτού μου, για την Άντζελα, τη στριπτιζού. Πονούσα για αυτά που έχανα, πονούσα γι’ αυτό που είχα γίνει. Και του έλεγα ψέματα. Όσο πιο συχνά, τόσο πιο πολύ του επαναλάμβανα πως πάντα του έλεγα αλήθεια. Είχα ανάγκη να το πιστεύει. Τον έπειθα; Δεν ξέρω. Πάντα γελούσε αινιγματικά και με χάιδευε τρυφερά. Τουλάχιστον ήξερα πως δεν του έλεγα τελείως ψέματα: του έλεγα αυτό που θα ήθελα να ήταν η αλήθεια! Του έλεγα πως με ήθελε πολύ ο Δέλτα, πως με βόλευε, μου έκανε όλα τα χατίρια. Δεν του έλεγα πως είχα αρχίσει να γίνομαι κτήμα του, πως με εκμεταλλευόταν, πως με χτυπούσε μερικές φορές. Κάποιες φορές δεν άντεχα και του έλεγα και κάποια αληθινά γεγονότα, πως του έστειλα λεφτά στην Ουκρανία, για παράδειγμα.

Γιατί να μην είναι κι αυτός σαν τους άλλους; Γιατί να μην είναι μαλάκας, να του κάνω χορούς, να του παίρνω απλώς τα λεφτά…Θα ήξερα τουλάχιστον πώς να φερθώ, θα συμφωνούσαν αυτά που ζούσα μαζί του με αυτό που ήμουν. Μα τι λέω;; Αντί να χαίρομαι που είναι αλλιώτικος, που τουλάχιστον αυτός είδε σε εμένα την "άλλη", την θαμμένη, την καλή πλευρά μου; Που μου την έδειξε κι εμένα, που μου θύμισε πως υπάρχει; Μια θέλω το ένα και μια το άλλο. Άρχισα πάλι να βασανίζομαι. Μια χαίρομαι και μια πονώ. Δεν φταίει αυτός, το ξέρω. Μα άρχισα στιγμές – στιγμές να ελπίζω. Δεν υπάρχει τίποτα που να φοβάμαι τόσο, όσο την ελπίδα που θα μείνει ανεκπλήρωτη! Φοβάμαι να ελπίζω. Δεν το καταλαβαίνει; Πώς πιστεύει πως μπορώ να αλλάξω τη ζωή μου και να έχουμε μια φυσιολογική σχέση;

Αυτός με εμένα

Κάποια μέρα, γύρω στα μέσα Σεπτεμβρίου, γύρισε ξαφνικά ο Δέλτα. Είχα πει πως θα τηλεφωνούσα στο Σοφοκλή, μα δεν μπορούσα. Την επόμενη μέρα, του έστειλα μήνυμα για να του εξηγήσω. Και τότε το συνειδητοποίησα: είχε αρχίσει να έχει σημασία για μένα. Τον σεβόμουν, όπως κανένα άντρα μέχρι τώρα. Του έστειλα μήνυμα, λες και είχα υποχρέωση! Μα φαίνεται πως είχα, στον εαυτό μου. Ήταν αυτό που κυριαρχούσε. Με έκανε να αισθάνομαι πως ήμουν αυτό που έβλεπε σε εμένα: μια φυσιολογική γυναίκα. Τότε κατάλαβα πως ο άντρας αυτός, ήταν το αντίθετο από τον πατέρα μου. Εκείνος με έβλεπε πουτάνα ενώ δεν ήμουν, αυτός με έβλεπε κανονική γυναίκα, την ώρα που αχεδόν όλοι οι υπόλοιποι με νόμιζαν πουτάνα! Ίσως να μου το χρωστούσε η ζωή. Έκλαψα πολύ εκείνο το βράδυ. Ίσως από χαρά, ίσως από απόγνωση, ίσως από φόβο. Δεν ξέρω, μάλλον απ’ όλα αυτά μαζί.

Το επόμενο βράδυ, τον συνάντησα στο μαγαζί. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως θα ήταν μια βραδιά διαφορετική, μια βραδιά γεμάτη αλήθειες, με φόντο τα sexy shows του Baby G.. Κάθισα δίπλα του, πιο μαγκωμένη από τις άλλες φορές. Κατάλαβα πως θα μου μιλούσε. Προσπάθησα να το αποφύγω, μιλώντας για άσχετα θέματα. Με κοιτούσε σχεδόν αμίλητος. Και κάποια στιγμή μου είπε: "Όλο το βράδυ θα λέμε μαλακίες ή θα μιλήσουμε για μας"; Δεν άντεχα να ακούσω. Του το είπα. Επέμεινε, μα μου υποσχέθηκε πως δεν θα με στενοχωρήσει, λες και ήταν αυτό δυνατόν. Άρχισε να μιλάει. Με έπιανε από το κεφάλι και με τα δυο του χέρια, πάντα με τρυφερότητα, και μίλαγε κοντά στο αυτί μου λες και φοβόταν πως θα ακούσουν οι άλλοι. Λες και μπορούσε ν’ ακούσει κανείς μέσα στην εκκωφαντική μουσική του μαγαζιού. Μου είπε πως του αρέσω. Πως ένοιωθε κάτι σημαντικό για μένα. Πως δεν μπορεί να υποσχεθεί τίποτα, μα θα ήθελε να είμαστε μαζί ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Πως θα έπαυε να είναι πελάτης μου, να πληρώνει για μένα. Πως δεν άντεχε άλλο κάτι τέτοιο. Πως δεν μου ζητούσε τίποτα, απλώς ήθελε να μου πει τι νοιώθει – πως είχε ήδη αργήσει να μου εξηγήσει, λες κι εγώ δεν ήξερα…

Και τότε, άρχισα να νοιώθω υπεύθυνη για ό,τι αυτός αισθανόταν. Άρχισα να νοιώθω τύψεις, για πράγματα που δεν είχαν γίνει ακόμη. Η αγνότητα με την οποία με πλησίαζε, με έκανε να τα χάνω. Έπρεπε να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Υπήρξαν και άλλες φορές στο παρελθόν που απαλλάχτηκα από κάποιους πελάτες που άρχισαν να με θέλουν πολύ και μου δημιουργούσαν πρόβλημα τόσο στη δουλειά όσο και στη ζωή μου. Μπορούσα να το κάνω με χαρακτηριστική άνεση. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Ένα μέρος του εαυτού μου δεν ήθελε να τον χάσει. Ο υπόλοιπος εαυτός μου όμως, ήθελε να τον διώξει. Δεν ήξερα τι να κάνω. Κάποια στιγμή όμως συνειδητοποίησα πως για να τον κρατήσω, έπρεπε να του πω όλη την αλήθεια. Αυτό δεν το άντεχα! Δεν μπορούσα να ρισκάρω την απόρριψη εκ μέρους του. Βέβαια, κάτι μου έλεγε πως είχε καταλάβει περισσότερα απ’ όσα του είχα πει, περισσότερα απ’ όσα έδειχνε. Μα όχι! Δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. Δεν υπήρχαν ελπίδες για μια σωστή σχέση. Πόσα θα είχαμε να αντιπαλέψουμε! Τόσους ανθρώπους εναντίον μας! Ο Δέλτα, η αδελφή μου, οι δικοί του συγγενείς…Κι έτσι, αποφάσισα να τον διώξω.

Ήταν ένα βράδυ, που είχε έρθει στο Baby G. και κατά σύμπτωση ήταν μαζί και η υπόλοιπη παρέα: ο Λάμδα και ο …Γάμμα! Πήγα στο τραπέζι και κάθισα στα πόδια του, ήμουν ήδη μεθυσμένη. Αφού τα είπαμε για λίγο, πήγα να χαιρετίσω το Γάμμα και κάθισα λίγο και μ’ αυτόν. Γύρισα στο Σοφοκλή και πρόσεξα το βλέμμα του. Ήταν λυπημένο, πληγωμένο και θυμωμένο μαζί μα αυτός δεν μου είπε τίποτα. Δεν άντεχα άλλο αυτή την κατάσταση, γιατί ενδιαφερόμουν κι εγώ γι’ αυτόν. Αν τον έβλεπα σαν απλό πελάτη, όλα θα ήταν πιο εύκολα. Όχι τώρα όμως. Και τότε ήταν που αποφάσισα να τον διώξω. Άρχισα να του μιλάω σκληρά. Να του λέω πράγματα που δεν ήθελε να ακούσει. Πως ήμουν μια στριπτιζού, πως τον ήθελα για τα λεφτά – να μου πληρώνει ποτά. Πως δεν ήμουν σοβαρή γυναίκα, πως ήμουν μια πουτάνα, όπως και οι άλλες κοπέλες του μαγαζιού. Πως δεν θα έπρεπε να περιμένει τίποτα από μένα, ούτε τώρα, ούτε και στο μέλλον. Τα έλεγα, μα για να τα πω υπέφερα, πονούσα, γιατί ήξερα πως δεν ήταν όλη η αλήθεια. Ευτυχώς με βοηθούσε το ποτό. Αυτός όμως όχι! Δεν με βοήθησε καθόλου, δεν με πίστευε! Και όσο μου το έλεγε, τόσο εγώ τα παρουσίαζα χειρότερα, πιο μαύρα, πιο ψεύτικα. Κι αυτός με κοίταζε με το αινιγματικό του χαμόγελο και μου έλεγε: "δεν σε πιστεύω". Τότε, τον ρώτησα αν έχει λεφτά να ξοδέψει για μένα. Μου είπε πως όχι. "Ε, τότε άντε γεια" του είπα και σηκώθηκα από το τραπέζι χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. Πήγα στο μπαρ και βρήκα κάποιον να με κεράσει ποτά. Ήξερα πως με κοίταζε, το αισθανόμουν. Και έπαιρνα το χέρι του πελάτη και το έβαζα να μου χαϊδεύει τον κώλο. Για να το βλέπει. Για να πειστεί. Ούτε κι εγώ ξέρω πόση ώρα πέρασε. Δεν τον ξαναείδα μέσα στο μαγαζί.

Όταν σχόλασα, έφυγα με κάποια κορίτσια και πήγαμε στο Ciao για πρωινό. Ήμουν χάλια. Μεθυσμένη και στενοχωρημένη, η αλήθεια είναι πως τον σκεφτόμουν. Μου έστειλε κι ένα μήνυμα: « Πρέπει να ξέρω πότε έλεγες ψέματα, τόσον καιρό ή σήμερα» Είχα βγει από το αμάξι έξω από το Ciao και κοίταζα αν είχε έρθει ο Δέλτα, ενώ μιλούσα με μια φίλη μου. Τότε, είδα ένα αμάξι να πλησιάζει, να κοντοστέκεται δίπλα μου και τον Σοφοκλή να με χαιρετά με μια κίνηση του χεριού του, χωρίς να με κοιτά – δεν άντεχε ίσως. Τα έχασα. Αυτό το παιδί είχε έναν τρόπο να με κάνει να τα χάνω, λες και ήμουν καμιά παιδούλα, λες και δεν ήμουν μια έμπειρη γυναίκα της νύχτας. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Πάνω στην ώρα νάσου κι ο Δέλτα. Ήμουν αναστατωμένη όταν καθίσαμε. Με είχε πάρει από πίσω! Περίμενε να σχολάσω και με πήρε από πίσω. Τα πράγματα άρχιζαν να δείχνουν επικίνδυνα για μένα, μα κυρίως γι’ αυτόν. Ούτε είχε ιδέα πού πήγαινε να μπλέξει. Κι όμως, δεν θύμωσα. Μάλλον τρυφερότητα μου προξένησε όλη αυτή η φάση. Και χτυποκάρδι. Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου. Και ξαφνικά, χτυπά το κινητό μου. Είναι αυτός, μα δεν προλαβαίνω να το σηκώσω, το πήρε ο Δέλτα, ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Ο Σοφοκλής δεν μίλησε, το έκλεισε και από τότε δεν με ξαναενόχλησε.

Πέρασαν σχεδόν δυο εβδομάδες. Καμία επικοινωνία με τον Σοφοκλή. Έδωσα εξετάσεις, πέρασα με άριστα. Ήθελα να του το πω, γιατί ήξερα πως θα χαιρόταν στ’ αλήθεια. Τελικά όμως, έγινε αυτό που ήθελα. Άλλαξα και μαγαζί, πήγα σ' ένα στριπτιζάδικο στο Κερατσίνι κι έτσι χαθήκαμε. Δεν ήμουν όμως ευχαριστημένη. Μου έλειπε, αν και όταν το σκεφτόμουν, γέλαγα με τον εαυτό μου. Μα σε τι ήλπιζα, η ηλίθια; Μπορούσαμε ποτέ να ήμαστε μαζί; Αυτός ήταν από έναν τελείως άλλο κόσμο, τι σχέση μπορεί να είχε μαζί μου; Ίσως σε μιαν άλλη ζωή, σε κάποιο άλλο σύμπαν, να βρίσκονταν οι ψυχές μας. Είχα αρχίσει να τον ξεχνάω, ήμουν τόσο καλή σε αυτό. Μπορούσα να επιβάλλω στο μυαλό και την καρδιά μου, αυτό που η λογική μου πρόσταζε. Μάλωνα συνέχεια με τον Δέλτα. Τις τελευταίες μέρες μάλιστα είχαμε χωρίσει και δεν βλεπόμαστε. Σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο τον Σοφοκλή, μα δεν το έκανα. Τι μου έφταιγε αυτός; Αφού ήξερα την συνέχεια. Θα ξαναγύριζα στον Δέλτα. Και τότε τι θα του έλεγα; Με συγχωρείτε, λάθος; Όχι, έπρεπε να τον κρατήσω έξω απ’ όλα αυτά.

Πήγαινα στη δουλειά μου μετά από αρκετό καιρό. Ήμουν χαρούμενη, γιατί έφυγα από το κλίμα του Baby G., γιατί βρήκα ξανά την φίλη μου τη Ναντίν και γενικά πέρναγα καλά. Ήταν ένα βράδυ, σχετικά νωρίς. Είχα έναν πελάτη και του έκανα χορό στο βάθος του μαγαζιού. Τελείωσα και πήρα τον διάδρομο προς το μπαρ, με περίμενε άλλος πελάτης – ευτυχώς, ποτέ δεν μου έλειψαν οι άντρες που με ήθελαν. Προχωρώντας στο μισοσκόταδο, τον είδα. Ήταν όρθιος μπροστά μου, με κοίταζε και μου χαμογελούσε με το γνωστό του χαμόγελο. Είχε έρθει! Χάρηκα τόσο πολύ! Τον αγκάλιασα, τον φίλησα στο στόμα, όχι τόσο πολύ όσο θα ήθελα. Τον ρώτησα αν θα κάτσει, να πήγαινα στο τραπέζι του. Μου είπε ναι. Πήγα. Μιλήσαμε. Με ρώτησε για την τελευταία φορά που είχαμε συναντηθεί. Του είπα. Μου είπε κι αυτός. Τελικά είχα δίκιο. Είχε καταλάβει πολύ περισσότερα για μένα, απ’ όσα του είχα πει. Μου έλεγε πράγματα για μένα που δεν είχα σκεφτεί ποτέ, μα μου φαινόταν σαν να τα ήξερα από καιρό. Τόσο αληθινά και εύστοχα. Ήμουν χαρούμενη, δεν έχει νόημα να το αρνιέμαι πλέον στον εαυτό μου. Μου αρέσει αυτός ο άντρας. Μου αρέσει που πιστεύει σε αυτά που ο ίδιος βλέπει σε μένα και όχι σε ό,τι του λένε οι άλλοι. Δεν πιστεύει ακόμα κι εμένα!

Ήρθε άλλες τρεις φορές. Ήταν καλά μαζί του. Πάντα είναι καλά. Θα ξανάρθει, ίσως. Δεν μπορώ να τον προσκαλέσω στη ζωή μου, μα δεν μπορώ και να τον ξαναδιώξω. Ας είναι. Κατά μια έννοια είμαστε μαζί. Πώς; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα πια.
Μήπως είναι καλύτερα έτσι;
Μήπως;

Ναταλία, η χριστουγεννιάτικη
Για την μετάφραση από τα Αγγλικά, sofogreg


" Who can say where the road goes,
where the day flows, only time.
And who can say if your love grows,
as your heart chose, only time."

Enya, "Only time"