Σκηνή έκτη (4 μέρες μετά την πέμπτη σκηνή)
Κάθομαι στο μαγαζί. Εδώ και λίγο καιρό, πηγαίνω άκεφος. Το μυαλό μου είναι στην Άντζελα. No way out. Η κατάσταση είναι γνωστή, τα δεδομένα έχουν αποκωδικοποιηθεί. Κι όμως λύση δεν υπάρχει. Τέλμα. Πίνω μια γουλιά από το ποτήρι μου και αφηρημένος κοιτώ μια κοπέλα να χορεύει στο στύλο. Νοιώθω δίπλα μου μια παρουσία. Κι ένα φιλί στο μάγουλο. Είναι η Μάσα, η κολλητή της. Τα μεγαλύτερα βυζιά στην νύχτα - φυσικά εννοείται, γιατί από τεχνητά υπάρχει κάθε μέγεθος και σχήμα. Μια κοπέλα ξηγημένη, πάνω από 10 χρόνια στα στριπτιζάδικα. Από τις παλιοσειρές. Από αυτές που έχουν τραβήξει πολλά. Παντρεμένη δυο - τρεις φορές, με μια κόρη ούτε και γω ξέρω από ποιον γάμο, μπερδεύεσαι από ένα σημείο και πέρα.
" - Τι κάνεις ρε;"
" - 'Ο,τι μ' αφήνουν."
" - Καλό! Ξέρεις πόσο καιρό μου πήρε για να καταλάβω το ελληνικό χιούμορ; Πολύ."
" - Η κόρη σου καλά; Φέτος θα πάει σχολείο, έτσι δεν είναι;"
" - Ναι ρε συ, θα πάει πρώτη τάξη. Και είναι μεγάλη γάτα. Δεν μπορώ να την κάνω καλά. Πού θα πάει; Κάποια φορά θα τύχει να τη γνωρίσεις. Θέλω να μου πεις τη γνώμη σου, γιατί εγώ μπορεί να λέω και μαλακίες από την μεγάλη αγάπη που της έχω."
" - Δεν μου λες ρε συ Μάσα, ήρθες να συζητήσουμε για την κόρη σου;"
" - Όχι. Για την αγάπη σου ήρθα να συζητήσουμε"
" - Πότε σου είπα πως είναι η αγάπη μου; Απλώς την γουστάρω."
" - Καλά, καλά. Τέλος πάντων. Γιατί δεν πας να την δεις; Αφού περιμένει."
" - Και εγώ περίμενα. Πάνω από ένα χρόνο. Και τι έγινε;"
" - Έλα ρε συ, λες και δεν ξέρεις. Είναι τρελλή μαζί σου, αλλά δεν μπορεί να αφήσει τον άλλο. Και συ δεν τη βοηθάς καθόλου."
Πράγμα που σημαίνει πως δεν την πιέζω όπως πρέπει. Δεν της προσφέρω καταφύγιο, σπίτι, χρηματική υποστήριξη. Δεν της δείχνω έτοιμη τη λύση, της προκαλώ ανασφάλεια. Μα δεν μπορώ να το κάνω. Δεν γίνεται να υποσχεθώ κάτι σε μια γυναίκα, που είναι με άλλον. Δεν το επιτρέπει ο εγωισμός μου. Και αν το κάνω... Κι αν έρθει μαζί μου, πώς θα ξέρω αν ήρθε λόγω των αισθημάτων της και όχι λόγω βολέματος; Αυτό πού το βάζεις; Αποκλείεται. Το ρίσκο που αναλαμβάνουμε είναι το μέτρο των αισθημάτων μας για τον άλλο. Το άλμα στο κενό. Και η ελπίδα, η προσμονή, η πίστη πως ο άλλος θα απλώσει το χέρι του και θα μας πιάσει. Αν με ρωτάτε, μόνο έτσι αξίζει να ξεκινά μια σχέση.
" - Και ούτε πρόκειται να την βοηθήσω, όπως εσύ το εννοείς. Μετά, ό,τι θέλει το κορίτσι. Μετά όμως!"
" - Τι να σου πω τώρα... Εγώ λέω να πας να τη δεις." Επιμένει η Μάσα.
" - Εγώ λέω να μου πεις καλύτερα για την κόρη σου."
Σκηνή έβδομη (περίπου 20 μέρες μετά)
Κατά τις δυόμιση τη νύχτα, πίνω καφέ στο Θησείο με τον Πέτρο. Φίλος καλός, αλλά τόσο διαφορετικός από μένα. Ειδικά στην αντιμετώπιση των γυναικών. Στο μυαλό του είναι αδιανόητο που δεν είμαι με την Άντζελα. Και φταίω εγώ, λέει. Της φέρθηκα πολύ καλά, της πρόσφερα αυτό που ήθελε. Δεν "έπαιξα" μαζί της, δεν την έφτυσα, δεν την πλήγωσα. Η θεωρία του γραμματόσημου, για άλλη μια φορά στο προσκήνιο: Όσο τη φτύνεις, τόσο κολλάει.
Αλήθεια είναι αυτό, στις περισσότερες των περιπτώσεων. Μόνο που δεν μπορείς να το κάνεις πάντα, εγώ τουλάχιστον. Όχι από σεβασμό στην άλλη, όσο από σεβασμό στα αισθήματά σου. Όταν κάτι είναι πιο βαθύ, πέρα από την κάβλα και κάνα δυό γαμήσια, δεν μπορώ να προκαλώ "τεχνητές κρίσεις". Όχι πριν εξαντλήσω όλα τα περιθώρια τουλάχιστον.
" - Μα τα εξάντλησες πια ρε μαλάκα" επιμένει ο Πέτρος. " Ή κάνε αυτό που πρέπει ή άστη να πάει να γαμηθεί". " - Πρέπει να της προκαλέσεις ένα σοκ. Πρέπει να αισθανθεί πως σε έχασε, μόνο έτσι μπορεί να κινηθεί το μυαλό της. Να κάνει κάτι ουσιαστικό."
" - Ή να εξαφανιστεί..."
" - Ναι ρε ας εξαφανιστεί. Δηλαδή και τώρα που γυροφέρνετε ο ένας τον άλλο, τι γίνεται; Άσε με ρε μαλάκα, βαρέθηκα."
" - Αυτό να μου πεις. Άσε που παραβαίνω και τον πρώτο νόμο: Ποτέ μην προσπαθήσεις να εξηγήσεις τα λόγια ή τη συμπεριφορά μιας στριπτιζέζ σαν να είναι κανονική γυναίκα. Νόμος απαράβατος. Δίκιο έχεις ρε Πέτρο. Λοιπόν, άκου να δεις τι θα γίνει. Σκέψου τι πρέπει κατά τη γνώμη σου να κάνω. Ό,τι μου πεις θα το κάνω. Στο λόγο μου."
Σκηνή όγδοη ( την επόμενη νύχτα)
Το σχέδιο εκπονήθηκε. Η δέσμευσή μου δεδομένη - πρέπει να το εκτελέσω. Δεν μπορώ αν κάνω πίσω. Συναντηθήκαμε με τον Πέτρο κατά τη μία, ήπιαμε καφέ. Με ενημέρωσε για τις λεπτομέρειες του σχεδίου.
" - Μήπως παραείναι..."
" - Μην αρχίζεις τις μαλακίες. Έδωσες το λόγο σου. Σκάσε και κάνε ό,τι σου λέω."
" - Εντάξει."
Φτάνουμε στο στριπτιζάδικο που δουλεύει η Άντζελα. Η ώρα είναι δύο και - μπαίνουμε. Καθώς προχωρώ στο χώρο υποδοχής, αναρωτιέμαι αν θα δουλεύει σήμερα ή θα έχει ρεπό. Περνάμε μια πόρτα και το μάτι μου πέφτει στα 2 φλίπερ που στέκουν σβηστά και σκονισμένα. Απομεινάρια μιας άλλης δεκαετίας. Το μαγαζί αποπνέει φθορά και πτώση. Θα μπορούσε να γίνει το αγαπημένο μου. Περπατώντας, κοιτάω όσο μπορώ να διακρίνω τη φθαρμένη μοκέτα. Προχωρούμε στα εσώτερα. Πριν καν έρθει ο μετρ, για να μας οδηγήσει σε κάποιον καναπέ, το πρώτο πρόσωπο που αντικρύζουμε από το μαγαζί, είναι η Άντζελα.
Με βλέπει. Κοιταζόμαστε. Είναι που μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα το πολύ, τα μάτια μπορούν να αλλάξουν τέσσερις και πέντε φορές έκφραση: έκπληξη, χαρά, ανακούφιση, έρωτας, φόβος.
Πέφτει στην αγκαλιά μου. Σφίγγοντάς με, ξεφυσάει και ακουμπάει το κεφάλι της μεταξύ ώμου και στέρνου - χαλάρωση. Φιλιόμαστε στα όρθια, στη μέση της σάλας. Οι άνθρωποι του μαγαζιού κοιτούν με απορία. Ένας ξένος - εγώ - που μόλις μπήκε, φιλιέται με την κοπέλα. Ασυνήθιστο.
Καθόμαστε στο καναπέ. Μόνο τότε μου μιλάει.
" - Τι κάνεις, όλα καλά;"
" - Όλα καλά, εσύ πώς πας;"
Αρχίζει μια συνομιλία από αυτές που άλλα λένε κι οι δύο και άλλα θέλουν να πουν. Κρατάει κάνα δεκάλεπτο. Στο μεταξύ, μια παλιά γνωστή έχει έρθει και κάθεται με τον Πέτρο. Αυτός βέβαια το νου του τον έχει σε μένα. Έχει προηγηθεί και εγκάρδιος χαιρετισμός του με την Άντζελα. Και τότε έρχεται η στιγμή.
" - Να πάρω ένα ποτό, μωρό μου;"
Από συνήθεια πάω να πω ναι. Ίσα που το προλαβαίνω.
" - Όχι μωρό μου, να μην πάρεις."
Έκπληξη. Ανοίγουν διάπλατα τα μάτια της. Απορία.
" - Μα τι λες; Τρελλάθηκες; Θα φύγεις;"
" - Όχι μωρό μου, δεν θα φύγω. Αφού όμως είμαι πελάτης, εγώ θα αποφασίσω πώς θα ξοδέψω τα λεφτά μου."
Αρχίζει να σκέφτεται πως θα την διώξω και θα κάτσω με άλλη, για να της την σπάσω. Η αλήθεια όμως είναι χειρότερη.
" - Θες να φύγω;"
" - Όχι φυσικά. Θέλω αν πάμε να μου κάνεις πριβέ χορό."
Με κοιτάει σαν να είμαι εξωγήινος. Δεν πιστεύει σε αυτό που ακούει.
" - Μου κάνεις πλάκα. ε;" ρωτάει με ένα μισερό χαμόγελο στα χείλη της. Φοβάται τη συνέχεια. Δίκιο έχει.
" - Με βλέπεις να γελάω; Όχι, θέλω χορό. Να νοιώσω το σώμα σου γυμνό πάνω μου, να σε χαιδέψω, να φιλήσω τις ρόγες σου, να γευτώ την ηδονή σου. Αυτό θέλω. Όσες κάρτες κι αν κοστίζει."
" - Αυτό αποκλείεται" ψελλίζει, ενώ ήδη τα δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε στα μάγουλά της. "Ξέχασέ το".
Την κοιτάω χωρίς να μιλάω. Πάντα μου άρεσε το βουβό της κλάμα. Ομορφαίνουν τα μάτια.
" - 'Η αυτό ή τίποτα" λέω μετά από κάποιο διάστημα. Κοιτάει γύρω της. Ψάχνει κάποια φίλη της. Για να το πει. Για να κλάψει. Για υποστήριξη. Σκοτάδι γύρω. Με κοιτάει ξανά, περιμένει να ξυπνήσει από το κακό το όνειρο. Εις μάτην. Σηκώνεται αμίλητη. Με κοιτάει μια τελευταία φορά και απομακρύνεται αργά. Εξουθενωμένη. Κι εγώ. Περισσότερο.
To be continued