Τρίτη, Δεκεμβρίου 26, 2006

Άντρες υπάρχουν ακόμα... (part III)


Σκηνή 8η

Κεφαλονιά, μερικά καλοκαίρια πριν. Ο Ranxerox έχει ανοίξει ένα μπαράκι μαζί με τον καλό παιδικό του φίλο, τον Ούζο. Αν τους δει κάποιος μαζί, δεν γίνεται, θα σκεφτεί το αταίριαστο της εμφανίσεως: δίπλα στον Ran, ο Ούζο είναι ένας λεπτεπίλεπτος άντρας γύρω στο 1.70, ιδιαιτέρως αδύνατος, με καλοβαλμένο πρόσωπο και πολύ έξυπνη ματιά. Ντύσιμο και κούρεμα παραπέμπουν στο Λονδίνο των 80’s – και δεν παραπλανούν: εκεί έχει ζήσει χρόνια, αυτή τη μουσική γουστάρει, αυτή τη μουσική παίζει, αν και έχει σπουδάσει χρόνια πολλά κλασική σύνθεση και κρουστά. Το μπαράκι στην Κεφαλονιά, λίγες μόνο μέρες μετά το άνοιγμά του άρχισε να μαζεύει τον κόσμο, κυρίως τουρίστες από τη Βρετανία και την Αυστρία. Όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε τον φθόνο των ντόπιων, που είχαν τα υπόλοιπα μαγαζιά. Έτσι, ανέλαβε ο τραμπούκος του χωριού να συμμαζέψει την κατάσταση. Ο τρόπος; Απλός και αποτελεσματικός. Κάθε βράδυ πήγαιναν δυο τρεις στο μπαράκι και προκαλούσαν φασαρίες. Μια φορά, δεύτερη φορά, την τρίτη αποφάσισε να παρέμβει ο Ranxerox.
" - Έλα έξω, ρε μαλάκα να τα πούμε", είπε στον τραμπούκο. Αυτός ακολούθησε σε ένα χωράφι που βρισκόταν δίπλα στο μαγαζί, εκεί είχαν παρκάρει το αμάξι τους οι εισβολείς. Μια δυό κουβέντες κάτω από το σεληνόφως, πιάστηκαν στα χέρια και ο ντόπιος βρέθηκε με το στόμα στο χώμα και τον Ran να λέει:
" - Εκεί θα μείνεις παλιόπουστα. Εκεί θα σε θάψω αν ξαναπλησιάσεις το μαγαζί μου". Γύρισε να φύγει. Δεν είχε κάνει δύο βήματα, όταν άκουσε τον Ούζο να φωνάζει: " - Τράβηξε όπλο! Πρόσεχε!" Ο άλλος είχε πάρει από το αμάξι την καραμπίνα. Δεν μπορούσε να δεχτεί την ταπείνωση, αυτός, ο μάγκας του χωριού. Πριν προλάβει να την σηκώσει και να πυροβολήσει, ο Ran με ένα σάλτο τον έφτασε. Με το ένα χέρι έπιασε το όπλο και με το άλλο άρχισε τα κροσέ. Χωρίς έλεος τώρα. Με την τρέλα που σου προκαλεί ο κίνδυνος, με την έκρηξη της αδρεναλίνης. Τον σταμάτησαν οι φίλοι του τραμπούκου, στο πρόσωπο του οποίου δεν ήταν εύκολο να διακρίνεις χαρακτηριστικά. Διάγνωση: εκτεταμένες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, πολλαπλά κατάγματα, δύο πλευρά σπασμένα. Σαν μετωπική με νταλίκα.
Την άλλη μέρα το πρωί, ήρθε το περιπολικό. Κατέβηκαν οι μπάτσοι και ζήτησαν τον ιδιοκτήτη του μπαρ. Ο Ranxerox τους πλησίασε με στωικότητα. Δεν υπήρχε λόγος ν’ αρνηθεί τίποτα. Το θέμα ήταν πώς θα ξέμπλεκε.

" - Ξέρετε ρε παιδιά, εγώ πάντα ήσυχος είμαι. Στο μαγαζί μου κάθομαι και δεν ενοχλώ κανένα. Αυτοί ήρθαν και δημιούργησαν φασαρία. Παραπάνω από μια φορά…"
" - Όχι ρε μάγκα, μας παρεξήγησες", τον διέκοψε ο επικεφαλής. " - Να αγιάσει το χέρι σου. Έπρεπε να του ρίξεις κι άλλες. Μας έχει βγάλει την Παναγία χρόνια τώρα. Να αγιάσει το χέρι σου, λέμε!" Κόκαλο ο Ranxerox. Σε μια γωνία ο Ούζο χαμογελούσε ανακουφισμένος.

Σκηνή 9η

Στέλλα. Φίλη της Ζένιας, Ρωσίδα. Νταβραντισμένη γκόμενα, πολύ τσαμπουκαλού. Τρομερός κώλος, μικρό αλλά όρθιο βυζί, μακριά και καλοσχηματισμένα πόδια, επίπεδη κοιλιά και φάτσα κομμώτριας από τα Καμίνια – της λείπουν και κάνα δύο δόντια. Πολλές φορές, αν της την έσπαγε ο πελάτης, έχωνε μπουνιές. Όταν μάλιστα έπινε, οι άλλες κοπέλες απέφευγαν και να της μιλήσουν ακόμη, μην ξεκινήσει κάνας καβγάς τρικούβερτος.
Κάποιο βράδυ τη συνάντησε ο Ranxerox στο στριπτιζάδικο που δουλεύει. Είχαν καιρό να τα πουν. Ήταν καλά φιλαράκια, όπως είναι με όλες τις ξηγημένες γκόμενες ο Ran. Η Στέλλα βαριόταν να δουλέψει, ήταν και περασμένες τέσσερις και έριξε την ιδέα: " - Δεν πάμε να πιούμε κάνα ποτό;" " - Ότι θες μωρό μου" της απάντησε ο Ran. Ντύθηκε, πήγε για λίγο στην τουαλέτα και έφυγαν. Αποφάσισαν να πάνε σε νυκτερινό κέντρο της παραλίας, όπου όλοι ήξεραν τον Ranxerox. ΛΑΘΟΣ. Φθάνουν, πάνε στο μπαρ και παραγγέλνουν ποτά. Η Στέλλα με ένα τζην εφαρμοστό ( μετατρέπει τον κώλο της σε όνειρο) ένα μπλουζάκι απ’ αυτά που αφήνουν να φαίνεται το σκουλαρίκι που έχει στον αφαλό και φυσικά ψηλοτάκουνα. Ανεβαίνει και κάθεται πάνω στη μπάρα, με μέτωπο προς τον Ran και πλάτη στην πίστα. Πίνουν το πρώτο και παραγγέλνουν δεύτερο. Ήδη η Στέλλα έχει αρχίσει να φτάνει στο τσακίρ κέφι. Κουνιέται καθισμένη πάνω στη μπάρα, σαν να χορεύει τσιφτετέλι από τη μέση και πάνω. Που και που του δίνει και κάνα φιλί. Και τότε, σκάει το καψούλι! Λεπτό με λεπτό η Στέλλα αρχίζει να αποκόπτεται από την πραγματικότητα. Προφανώς πριν φύγει από το στριπτιζάδικο θα πήρε και κανένα χάπι. Χάπι και αλκοόλ ίσον προβλήματα. Εκεί που κουνιέται καθισμένη, αρχίζει να βγάζει τη μπλούζα της! Μέσα στο σκυλάδικο, τίγκα στον κόσμο, αρχίζει να κάνει αυτό που ξέρει: στριπτήζ! Παρεμβαίνει ο Ranxerox και τη σταματάει. Κατεβάζει τη μπλούζα της. Αυτή όμως εκεί! Αρχίζει να την ξαναβγάζει και να ξεκουμπώνει το παντελόνι της. Ο Ran με το ένα του χέρι πιάνει ταυτόχρονα το τελείωμα της μπλούζας και την αρχή του παντελονιού. Προσπαθεί να την συνετίσει και να μην γίνει αυτός ρεζίλι. Και τα δύο πολύ δύσκολα. Είδε κι αποείδε, την κατεβάζει από την μπάρα, παίρνει το θυμωμένο του ύφος – κάτι που την επανέφερε για λίγο – και της λέει: " - Δεν είσαι εσύ μωρή καριόλα απόψε για τέτοια μαγαζιά. Πάμε να φύγουμε".
Βγαίνουν στην Ποσειδώνος και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Η Στέλλα στο αμάξι – ένα Cincuecento – δεν έχει ησυχία. Πειράζει τον Ran, τραγουδάει σε όποια γλώσσα έχει πρόχειρη, ανοίγει το παράθυρο και φωνάζει στους διπλανούς. Έχει ξεφύγει. " - Πάμε κάπου αλλού για ποτό; Θέλω κι άλλο". Ο Ranxerox σκέφτεται πως το μόνο μέρος που δεν θα γίνει ρεζίλι είναι κάποιο στριπτιζάδικο. Κι έτσι πάνε σε ένα από τα πολλά, να πιουν κι άλλο.
Κατά τις έξι και τέταρτο, αποφασίζει να την πάει σπίτι της. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Δεν μπορεί να θυμηθεί τον δρόμο! Είναι τόσο χάλια η Στέλλα, που τον γυρνάει πέρα δώθε στην Καλλιθέα για κάνα τέταρτο και του πειράζει το τιμόνι, τραβάει χειρόφρενο και τέτοια χαριτωμένα. Το σπίτι της, πουθενά. Άφαντο! Ο Ran αρχίζει να τα παίρνει, είναι κι αυτός πιωμένος, νυστάζει κιόλας. Μετά λοιπόν από την τέταρτη βόλτα στα στενά κοντά στην πλατεία Κύπρου, παίρνει την μεγάλη απόφαση: παρκάρει σε μια γωνία, τραβάει χειρόφρενο, βουτάει τη Στέλλα, της κατεβάζει το παντελόνι και την καθίζει πάνω του. Αυτό ήταν! Αυτό ήθελε η Στέλλα όλο το βράδυ. Το Cincuecento αρχίζει να κουνιέται και να κάνει θορύβους – φανταστείτε μια τρίφυλλη ντουλάπα και μια γκόμενα πάνω από 1.75 να πηδιούνται στο μπροστά κάθισμα ενός Cincuecento! Η πλάκα ήταν πως η ώρα είχε ήδη πάει επτά παρά και περνούσαν διάφοροι για να πάνε στη δουλειά τους, ευτυχώς τα παράθυρα είχαν θαμπώσει. Τίποτα όμως απ’ αυτά δεν σταματούσε τον Ran. Ήξερε πως αν δεν τελειώσει αυτό που άρχισε, θα τον έβρισκε το μεσημέρι στους δρόμους!
...Όταν το επόμενο βράδυ μας διηγήθηκε την ιστορία ο Ran, τον ρώτησα:
" - Τουλάχιστον, καλό το γαμήσι;"
" - Τι γαμήσι; Αυτό δεν ήταν γαμήσι. Ταλαιπώρια ήταν" μου απάντησε.

Σκηνή 10η

Μεταμεσονύχτια συνάντηση στο γνωστό στέκι, στο Θησείο, για καφέ. Είναι γύρω στις 2 και φτάνω, όπως πάντα κάνα εικοσάλεπτο πριν τον Κάππα. Κάθομαι στο τραπέζι και κάνω νεύμα στην πιτσιρίκα, να μου φέρει τον καφέ: διπλό εσπρέσο με πολύ γάλα – εβαπορέ πάντα – δύο φακελάκια μαύρη ζάχαρη, συνοδευόμενο απαραιτήτως από ένα μεγάλο ποτήρι νερό με παγάκια. Περιμένοντας καφέ και Κάππα, το βλέμμα μου πέφτει σ’ έναν τύπο που κάθεται στο απέναντι τραπέζι: μια τρίφυλλη ντουλάπα σε σχήμα ανθρώπου! Δεν τον έχω ξαναδεί ή έτσι μου φαίνεται. Ένας φουσκωτός, που όπως είναι φανερό, είναι από τη φύση του τέρας δύναμης. Το μέρος του ανδρικού σώματος από το οποίο μπορείς να καταλάβεις πόσο δυνατός είναι κάποιος είναι ο σβέρκος. Ο δικός του, είναι σαν του ταύρου. Γνήσια δύναμη λοιπόν, καλλιεργημένη βέβαια και σε κάποιο γυμναστήριο. Τον παρατηρώ, χωρίς να κοιτάω απροκάλυπτα. Βγάζω το βιβλίο μου να διαβάσω, όπως συνηθίζω να κάνω περιμένοντας την παρέα. Από τις πιο απολαυστικές στιγμές της μέρας – ή μάλλον…νύχτας – είναι να διαβάζω στο πορτοκαλί ημίφως του "Θόλου", με συνοδεία μουσική 80’s σε χαμηλή ένταση λόγω του προχωρημένου της ώρας. Την εποχή αυτή διαβάζω Ian Rankin, τις περιπέτειες του καταπληκτικού επιθεωρητή Ρέμπους. Ενός Σκωτσέζου επιθεωρητή της αστυνομίας (τομέας Λόδιαν και Μπόρντερς – όσο σκοτσέζικο ακούγεται, τόσο σκοτσέζικο είναι!) αλκοολικού, με ψυχολογικά προβλήματα, σχεδόν καταθλιπτικού, χωρισμένου, με διαλυμένη προσωπική ζωή, ενός αξιαγάπητου ανθρώπου δηλαδή.
Έρχεται μήνυμα στο κινητό, πως ο Κάππα θα αργήσει κάνα τέταρτο ακόμα. Στέλνω απάντηση: " Π.Ν.Γ." Μια από τις κωδικές φράσεις της παρέας: Πρέπει να γαμιέσαι! Ταξιδεύω για λίγο στο Εδιμβούργο μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μου, με την πένα του Ian Rankin. Κάποια στιγμή καταφτάνει ο Κάππα. Πλησιάζει και πριν καθίσει, χαιρετά την τρίφυλλη ντουλάπα:
-" Επ, γεια σου ρε Ran, τι γίνεται;"
-" Γεια σου Κάππα, τι κάνεις;"
-" Πώς από δω; Καιρό έχω να σε δω."
-" Κάποια βράδυα έρχομαι. Εδώ συχνάζετε;"
-" Ναι. Έλα να κάτσουμε μαζί, να τα πούμε."
Σηκώνεται ο Ran και έρχεται στο τραπέζι μας. Γίνονται οι απαραίτητες συστάσεις. Ο Σοφοκλής, φίλος, ο Ranxerox, φίλος κι αυτός. Ο Ranxerox, μια περίεργη περίπτωση. Ένας άνθρωπος της νύχτας, αντιφατικός, παράξενος, με γνώσεις και φιλοσοφία, σκληρός και ευαίσθητος στον υπερθετικό βαθμό, μοναχικός, ένας λύκος με τόμους ιστορίας πίσω του. Όπως οι περισσότεροι «κάτοικοι» της νύχτας.



The end

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

Μη σου τύχει, λάθος ρόλο να σου δώσει η ζωή...

Με πήρε τηλέφωνο η Allmylife και μου είπε:
"- Μπες να διαβάσεις το post του Padrazo."
Μπήκα και το διάβασα. Δεν κατάλαβα και πολλά. Μου συμβαίνει συχνά με τα post του Padrazo.
Ποτέ δεν το έπαιξα ψαγμένος και κουλτουριάρης. Έτσι κάπου στην άκρη του μυαλού μου αναρωτιόμουν αν είναι δικό μου το πρόβλημα που δεν πολυκαταλαβαίνω. Το υπόλοιπο μυαλό μου όμως είναι σχεδόν πεπεισμένο πως ένα ακαταλαβίστικο κείμενο είναι είτε "δήθεν", είτε προϊόν μπερδεμένου μυαλού. Επειδή δεν μου αρέσουν οι δήθεν και δεν μου ταιριάζουν οι μπερδεμένοι ( αν και τους συμπονώ), προσπερνώ τέτοια κείμενα.
Μετά όμως, διάβασα το post της allmylife. Και συνειδητοποίησα πως αυτή τη φορά δεν ήταν κάτι από τα παραπάνω: αυτή τη φορά δεν κατάλαβα, γιατί όσα διάβασα δεν θα μπορούσαν ΠΟΤΕ να με οδηγήσουν να σκεφτώ την Ελένη, την οποία ειρήσθω εν παρόδω γνωρίζω από την καλή και την ανάποδη 23 χρόνια. Το ότι αυτή τα συνδύασε προφανώς οφείλεται σε άλλα στοιχεία που εγώ δεν γνωρίζω. Στην αρχή διαφώνησα. Όταν όμως μου επισήμανε την πρόταση " η μικρή η Φαίδρα, κάθεται και κλαίει...", πείστηκα.
ΘΥΜΩΣΑ.
Σπανίως θυμώνω, αλλά όταν συμβεί είναι έντονο.
Θύμωσα με μένα, γιατί όταν γνώρισα τον Padrazo και κατάλαβα περί τίνος πρόκειται (δεν είμαι τρομερός ψυχολόγος, μοιάζει όμως υπερβολικά με έναν επί 10 χρόνια συνάδελφό μου), δεν είπα την άποψή μου όσο έντονα έπρεπε.
Θύμωσα με την Ελένη, γιατί με ξέρει τόσο καλά που έπρεπε να καταλάβει και να με ακούσει.
Θύμωσα με την πουτάνα τη ζωή που κάνει τόσο κομπλεξικούς και προβληματικούς τους φοβισμένους άντρες.
Αν θύμωσα με το post του Padrazo; Μπα όχι. Τέτοια περίμενα απ' αυτόν. Δεν μπορεί άλλα. Δεν τον αδικώ. Είναι βαρύ το φορτίο που σηκώνει. Είναι ζωτικής σημασίας τα ερωτηματικά στα οποία προσπαθεί να δώσει απάντηση. Το χειρότερο μάλιστα είναι πως η απάντηση υπάρχει, όμως δεν είναι αυτή που προσδοκά.
Θύμωσα όμως που τάβαλε με ένα δικό μου άνθρωπο. Θύμωσα επίσης που δεν δημοσιεύει τα comments μου. Ενοχλούμαι εδώ και καιρό που πριν δημοσιεύσει ένα comment, το ελέγχει. Πόση ανασφάλεια!!! Ύστερα όμως γίνομαι επιεικής. Δεν φταίει... Είναι βαρύ το φορτίο.
Στην συνάντηση που είχαμε με το συνάδελφο, είχε πει: " Πόσο κακιά μπορεί να γίνει μια γυναίκα που δεν γάμησες, ενώ αυτή το ήθελε!" Συμφώνησα τελείως εντελώς.
Τώρα θα πω κι εγώ κάτι.
"Μη σου τύχει, λάθος ρόλο να σου δώσει η ζωή!"
Αν το διαβάσει, πιστεύω πως θα συμφωνήσει μαζί μου.


Σημείωση: Όση ώρα έγραφα τα παραπάνω, ο Padrazo ανέβασε post και για μένα. Φυσικά χωρίς να με ονομάζει. Φοβισμένος γαρ. Για να κρατάει πισινή. Αμφίσημος πάντα. Είναι ένα κείμενο που, φευ, είναι κατανοητό και οργανωμένο. Έτσι γίνεται. Όταν νομίζει πως απειλείται, ακόμα κι ένα μπερδεμένο και διαταραγμένο μυαλό, οργανώνεται.
Ένα πρόβλημα υπάρχει όμως: μιλάει για τους άντρες, σαν να μην τον αφορά! Είναι ένα κείμενο γραμμένο από μια θηλυκιά οπτική.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση, αυτό δεν είναι και τόσο πρόβλημα.
Πες μου κι ένα ευχαριστώ ρε συ συνάδελφε. Δύο καλά σου έκανα σήμερα:
1. Μέσα απ' όλα αυτά άρχισαν να αναδύονται οι απαντήσεις που τόσο καιρό αναζητάς.
2. Τουλάχιστον ΟΝΤΩΣ απειλήθηκες. Αυτή την φορά δεν είναι η φαντασία σου.

Και φυσικά μου άρεσε πολύ ο τίτλος του post. "Άντρες: Γενναίοι και αναλώσιμοι"
Έτσι είμαστε εμείς οι άντρες Padrazo.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 17, 2006

Μπλιέτ

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2006 ξημερώματα, 8 παρά τέταρτο.

Βγαίνει από το μαγαζί φορώντας τα μεγάλα – celebrity style – γυαλιά ηλίου της. Μπαίνει στο κόκκινο Opel Tigra της και, όπως συνήθιζε, ξεχύνεται με τα 100 άλογά του στη Συγγρού. Άλλη μια μέρα ή καλύτερα νύχτα στη δουλειά είχε τελειώσει. Ήταν κουρασμένη αλλά και ευχαριστημένη. Έβγαλε 400 ευρώ, την ένοιαζαν πολύ τα λεφτά.
Είχε δεν είχε κάνει ενάμιση χιλιόμετρο κατεβαίνοντας τη Συγγρού, όταν ένα αμάξι προσπάθησε να την προσπεράσει από την αριστερή λωρίδα. Κοίταξε στο καθρεφτάκι της και σκέφτηκε πως μάλλον τρέχει πολύ αυτός. Ώσπου να το σκεφτεί, αισθάνθηκε ένα τράνταγμα. Την βρήκε στο πίσω αριστερό μέρος του Tigra. Έχασε τον έλεγχο. Το αυτοκίνητο άρχισε να κάνει ζιγκ ζαγκ : ένα, δύο , τρία
Ζιγκ…
Λευκορωσία.
Κρύο και χιόνι πολύ.
Φτώχεια και μιζέρια.

Ζαγκ…
Απόφαση.
Αεροπλάνο και Ελλάδα.
Ήλιος και φως.

Ζιγκ…
Ωραία στην αρχή.
Συγγρού.
Νύχτα και σκοτάδι.
Φωτορυθμικά και χορός στο στύλο.
Θόρυβος.

Ζαγκ…
Σκοτάδι που απλωνόταν και μέσα.
Λεφτά.
Συγγρού.
Θόρυβος.

Ζιγκ…
Γκόμενοι και αστυνόμοι.
Θλίψη.
Λεφτά συνεχώς.
Και θόρυβος όμως.
Ζάλη.

Ζαγκ…
Πέντε χρόνια, που ήταν σαν εικοσιπέντε.
Αναζήτηση εξόδου.
Όμως, λεφτά!
Έξοδος από Συγγρού – μόλις την πέρασε, ή όχι;

…και πήρε πορεία προς τη δεξιά πλευρά του δρόμου.
Το Opel Tigra αγκάλιασε μια κολώνα. Όπως αυτή αγκάλιαζε το στύλο χρόνια τώρα.
Κρότος δυνατός.
Ησυχία.
Ηρεμία.
Γαλήνη.
Έξοδος από τη Συγγρού.
Τζέσσικα: κουλουριασμένη σα μικρό μωρό – όπως ήταν πάντα μέσα της – ανάμεσα στους αερόσακους.

Σάββατο, την ίδια μέρα, 9 παρά τέταρτο.

Πηγαίνω για δουλειά. Χτυπάει το κινητό βλέπω στην αναγνώριση « Ήρα», μια στριπτιζού από την Ουκρανία. Φίλη μου καλή. Όπως κι η Τζέσσικα.
« - Καλημέρα Ήρα, πώς κι έτσι πρωί-πρωί;»
« - Αλλιό( Hello με ρώσικη προφορά) Σοφοκλή, είσαι καλά;»
« - Καλά είμαι.»
« -ΕΜΕΙΣ δεν είμαστε καλά. Χάσαμε τη Τζέσσικα. Σκοτώθηκε με το αυτοκίνητο φεύγοντας από το μαγαζί.»
Σιωπή.
« - Σε πήρα γιατί έπρεπε να το πω σε κάποιον. Και για να το πεις στα άλλα παιδιά της παρέας. Όσο πιο πολλοί την σκέφτονται τώρα, τόσο πιο καλό ταξίδι θα έχει.»
Το είπα στα παιδιά.
Το λέω και σε σας. Όσο πιο πολλά παιδιά το μάθουν, τόσο πιο καλό ταξίδι για τη Τζέσσικα.

Στο καλό, μπλιέτ.

Σημ: « Μπλιέτ» ή κάπως έτσι, είναι το « γαμώτο» στα ρώσικα. Η αγαπημένη λέξη της Τζέσσικας.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 08, 2006

Άντρες υπάρχουν ακόμα... (part II)



Σκηνή 5η

Κάποια βράδια που βαριέται ο Ranxerox , πηγαίνει καμιά βόλτα σε κωλόμπαρα. Στα συνοικιακά αυτά μπαράκια υπάρχουν κοπέλες που κάνουν κονσομασιόν – κατ’ αρχήν – και στη συνέχεια ό,τι προκύψει , φυσικά εκτός μαγαζιού και κατόπιν συμφωνίας. Η μουσική υπόκρουση δεν είναι του γούστου του, λαϊκά της τελευταίας υποστάθμης. Ο Ranxerox έχει ιδιαίτερα καλλιεργημένο μουσικό γούστο: Στα πολλά βινύλια που έχει περιλαμβάνονται σπάνιες ηχογραφήσεις της Μαρία Κάλλας, πολλή jazz (Miles Davis, Dexter Gordon και τα συναφή), Αγγλική σκηνή 80’ς, Bauhaus, Residents, τέτοια πράγματα.

Ένα βράδυ σε κάποιο τέτοιο μαγαζί, γνωρίζει μια Βουλγάρα ονόματι Ιβάνκα. Μια κοπέλα του γούστου του, με καμπύλες ιδιαιτέρως τονισμένες μπρος και πίσω, ανθεκτική, γυναίκα της γης, γυναίκα που αντέχει στις πάσης φύσεως κακουχίες ή που τουλάχιστον έτσι δείχνει. (Παρένθεση: Είναι διάσημη η ατάκα του Ran, όταν βλέπει κάποια ωραία αλλά μικροκαμωμένη κοπέλα, χαριτωμένη, αδύνατη και τσαχπινούλα: « Άσε με ρε μάγκα, αυτές χαλάνε εύκολα!») Με την Ιβάνκα από την αρχή υπήρξε χημεία. Κάθισαν σε δύο φθαρμένα σκαμπό στο μπαρ και την κέρασε ποτό. Μίλησαν και γνωρίστηκαν. Μετά το δεύτερο ποτό «μετακόμισαν» σε έναν καναπέ – ευτυχώς ήταν αρκετά σκοτεινά για να μην φαίνονται οι λεκέδες από την χρήση του. Συνέχισαν να μιλούν, άγγιξαν ο ένας τον άλλο, φιλήθηκαν και μετά από τέσσερα ποτά ο Ranxerox έφυγε. Πριν βγει από το μαγαζί κανόνισαν απογευματινό καφέ σε καφετέρια που ήξεραν κι οι δύο. Ο Ran έκανε παρέα τόσα χρόνια με τέτοιες κοπέλες, που κατείχε τον κώδικα επικοινωνίας. Δεν είναι εύκολο να κλείσεις ραντεβού με μια κοπέλα σαν την Ιβάνκα, είναι πολύ επιφυλακτική και με το δίκιο της. Ποτέ όμως αυτό δεν εμπόδισε τον Ranxerox.

Σκηνή 6η (συνέχεια της 5ης )

Η Ιβάνκα δεν πήγε στο ραντεβού της με τον Ran. Αυτός κάθισε, ήπιε τον καφέ του για καμιά ώρα και μετά έφυγε τσατισμένος. Δεν είχε συνηθίσει να τον στήνουν και πάντως όχι κοπέλες σαν την Ιβάνκα, ο κώδικας που λέγαμε.

Άφησε να περάσει μια βδομάδα, να χαλαρώσει λίγο και ξαναπήγε στο κωλόμπαρο. Πήγε την ίδια μέρα που είχε πάει και την προηγούμενη φορά – έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες να πετύχεις ξανά την κοπέλα που θέλεις, συνήθως τα ρεπό τους είναι σταθερά. Βρήκε την Ιβάνκα ή μάλλον καλύτερα τον εντόπισε αυτή. Ήρθε και κάθισε δίπλα του. Έσκυψε να τον φιλήσει στο μάγουλο. Τραβήχτηκε. «-Άσε τις μαλακίες με μένα, καριόλα» βρυχήθηκε. «-Παράτα με ήσυχο μην τα πάρω στο κρανίο», συνέχισε καθώς η Ιβάνκα έκανε να του μιλήσει. Σταμάτησε αλλά δεν απομακρύνθηκε. Την κοίταζε με την περιφερική του όραση, ενώ έκανε πως παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα στο μπαρ. Πέρασαν πάνω από πέντε λεπτά και η Ιβάνκα εκεί. «- Τι θέλεις;» της είπε καθώς γύριζε προς το μέρος της. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Σιωπηλό κλάμα. Μαλάκωσε ο Ranxerox, δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Δεν μίλησε. Μίλησε αυτή: « -Ήθελα τόσο πολύ να έρθω για καφέ μαζί σου, μα δεν με άφησαν». Και του εξήγησε. Έμενε με μια ξαδέρφη της Βουλγάρα που δούλευε σε στριπτιζάδικο. Ζούσαν μαζί με το γκόμενό της, έναν Αλβανό. Οι δυο τους την έβγαζαν βίζιτα. Της έπαιρναν τα λεφτά. Την ανάγκαζαν να κάνει κάτι που δεν ήθελε, γιατί δεν είχε άδεια παραμονής στην Ελλάδα. Δεν την άφηναν, όπως ήταν φυσικό, να συναντά κανέναν εκτός κι αν ήταν για να γαμηθεί – επί πληρωμή. Κι όση ώρα του εξηγούσε, τα δάκρυα δε σταμάτησαν να κυλούν ήσυχα και λυτρωτικά. Ο Ran την γύρισε απαλά προς τα δεξιά, για να μην φαίνεται από τον μπάρμαν ότι κλαίει. Του τα είπε όλα. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο μίλαγε, χωρίς κι η ίδια να καταλάβει γιατί.

Όταν τελείωσε ο μονόλογός της Ιβάνκα, ασχολίαστος εντελώς από τον Ranxerox, αυτός σηκώθηκε, πήγε στον υπεύθυνο του μαγαζιού και ήρεμα τον πληροφόρησε πως η κοπέλα θα πάει να αλλάξει και θα φύγει μαζί του. Ο υπεύθυνος κατένευσε και την έστειλε να πάρει τα πράγματά της. Υπάκουσε χωρίς να ρωτήσει τι και πώς. Πώς θα μπορούσε άλλωστε…

Βγήκαν στο δρόμο και πήγαν στο αυτοκίνητό του. Τότε και μόνο τη ρώτησε:

« -Θέλεις να φύγεις από το σπίτι της ξαδέρφης σου; Θέλεις να γλιτώσεις απ’ αυτούς;» Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Δεν μπορούσε ούτε να πει το «ναι», μήπως γίνει κάτι και χαλάσει η στιγμή, φοβόταν μήπως τελειώσει το παραμύθι. Πέρασαν από το σπίτι του Ran και πετάχτηκε να πάρει το όπλο του. Σε ένα τέταρτο ήταν στο σπίτι όπου έμενε η Ιβάνκα, πεντέμισι τα ξημερώματα. Άνοιξε με τα κλειδιά της, αλλά για πρώτη φορά δεν μπήκε μόνη της. Το αλβανοβουλγαρικό ζεύγος ήταν στο τραπέζι της κουζίνας. Μπήκε και πίσω της όρμηξε ο Ran. Κατευθύνθηκε προς τον Αλβανό και του φέρμαρε το περίστροφο στη μούρη. Τον κοίταξε με το βλέμμα που μόνο αν δει κάποιος μπορεί να καταλάβει, ένα βλέμμα που καθιστούσε το περίστροφο περιττό. « -Το κορίτσι θα μαζέψει τα πράγματά της και θα φύγει μαζί μου. Αν την ψάξεις, αν την ενοχλήσεις ξανά, όταν σε βρουν θα δυσκολευτούν πολύ να αναγνωρίσουν το πτώμα σου. Κατάλαβες παλιόπουστα;» Ο Αλβανός, με το μέταλλο στο δεξί του μάγουλο, ψέλλισε σε σπαστά ελληνικά κάτι σαν «-Εντάξει φίλε, ό,τι θες, πάρτη, σύμφωνοι». Η Ιβάνκα έκανε λιγότερο από πέντε λεπτά να μαζέψει τα πράγματά της, χρόνο στον οποίο ο Ranxerox πήγε προς το ψυγείο – σημαδεύοντας πάντα τον κατακίτρινο Αλβανό και την χεσμένη ξαδέρφη με το όπλο – το άνοιξε και σερβιρίστηκε μια μπύρα.

Όταν έφτασαν στο σπίτι του Ran, είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ξάπλωσαν μαζί . Όταν αποκοιμήθηκαν η ώρα ήταν ήδη 10 το πρωί.

Σκηνή 7η

Το καλοκαίρι ο Ranxerox τηρούσε την τάξη σε ένα μεγάλο παραλιακό σκυλάδικο. Καθόταν στο μπαρ, έπινε τα ποτά του και όταν υπήρχε κάποιο πρόβλημα το έλυνε. Τις περισσότερες φορές μάλιστα, κανείς από τους διασκεδάζοντες δεν έπαιρνε χαμπάρι.

Μια νύχτα, η ώρα είχε φθάσει πέντε τα χαράματα, και τίποτα δεν είχε συμβεί. Ο Ran βαριόταν και περίμενε υπομονετικά να κλείσει το μαγαζί, για να πάει να κοιμηθεί. Κάποια στιγμή, με την άκρη του ματιού του έπιασε ένα ζευγάρι στο βάθος του μπαρ, να λογομαχεί έντονα. Συνέχισε να τους παρατηρεί διακριτικά. Και έτσι ήταν σε εγρήγορση, όταν ο άντρας πλάκωσε τη συνοδό του στα χαστούκια. Άνοιξε δρόμο ανάμεσα σε νεαρούς και νεαρές που χόρευαν μπροστά από το μπαρ και έφτασε στο ζευγάρι, την ίδια ώρα με δυο γκαρσόνια που είχαν δει τη σκηνή. Μπήκε ανάμεσα σ’ αυτόν και την κοπέλα, με φάτσα προς τον «βίαιο».

« - Ήρεμα ρε μάγκα» του είπε, « δεν είσαι σπίτι σου. Σε παρακαλώ κόφτο μην μπλέξουμε». Ο άλλος (γύρω στο 1.80 και αρκετά γυμνασμένος) τον κοίταξε και μάσησε. Είναι αδύνατο να δεις τον Ranxerox σε απόσταση αναπνοής από τη μούρη σου και να μην μασήσεις, εκτός αν είσαι τύφλα στο μεθύσι. Κατέβασε τα χέρια του και το θέμα έβαινε προς διευθέτηση. Και τότε πετάχτηκε η μαλακισμένη που τις έτρωγε: « -Τι ανακατεύεσαι εσύ ρε μαλάκα»; Πριν προλάβει ο Ran να γυρίσει να την κοιτάξει, ο άντρας θεώρησε πως τον μείωσε η παρέμβαση αυτής που πριν λίγο έδερνε. Τσαμπουκαλεύτηκε, ξαναφόρτωσε και επιτέθηκε στον Ranxerox. Λάθος. Μέγα λάθος. Τον άρπαξε ο Ran, τον σήκωσε στον αέρα και τον πέταξε πάνω στην πόρτα που αποτελούσε την «έξοδο κινδύνου». Έφυγε μαζί με την πόρτα και τους ξεκολλημένους μεντεσέδες και έπεσε στα σκαλιά που υπήρχαν πίσω από την πόρτα. Πριν σταματήσει η πτώση, ο Ran ήταν από πάνω του. Δεξί ζυγισμένο στο αριστερό ζυγωματικό του και πέντε-έξι γρήγορες και κοφτές μπουνιές στα πλευρά. Του κόπηκε η ανάσα από τον πόνο. «- Εντάξει ρε φίλε, εντάξει ρε φίλε, σταμάτα!!!». Ζητούσε κάτι όχι και τόσο εύκολο. Ο Ran ήταν σαν αγρίμι που μύρισε αίμα. Όταν άρχιζε, δύσκολα σταματούσε πριν έρθει το ασθενοφόρο. Αυτή τη φορά όμως, λυπήθηκε το βλάκα – που τον έμπλεξε η γκόμενα. Επίσης δεν ήθελε να δώσει συνέχεια στη βαβούρα, το μαγαζί ήταν καθωσπρέπει. Είχαν ήδη έρθει και τα γκαρσόνια και τον συγκρατούσαν. Σηκώθηκε, κοίταξε τον άλλο πεσμένο – το μάτι του είχε ήδη αρχίσει να πρήζεται και να κοκκινίζει. Το πρωί θα ήταν κατάμαυρο. Γύρισε, μπήκε στο μαγαζί, κοίταξε με απέχθεια τη μαλακισμένη που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και κοιτούσε και απομακρύνθηκε. Αποτελείωνε το ποτό του, την ώρα που το ζευγάρι περνούσε μπροστά του φεύγοντας. Μόλις τον προσπέρασαν έπιασε από τον ώμο τον άντρα και του ψιθύρισε στο αυτί « - Στο σπίτι δώσ’ της κι άλλες».


(To be continued...)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2006

Άντρες υπάρχουν ακόμα... (part I)





Διάλεξε μόνος τη φιγούρα – παρατσούκλι του . Ήρωας comic που πάντα αγάπαγε και σε τελική ανάλυση, του μοιάζει. Βρίσκεται στη σπάνια, για έναν άνδρα θέση, να μη θέλει να μοιάσει σε κάποιον ήρωα comic, να του μοιάζει ήδη!

Ύψος γύρω στο 1.70, πλάτος μάλλον περισσότερο. Τέρας δύναμης, κορμί που δε γίνεται να μην φοβηθείς, «φουσκωτός» περισσότερο εκ κατασκευής και λιγότερο από εκγύμναση.Καστανά μαλλιά, ανοιχτόχρωμα μάτια (δεν είμαι σίγουρος για το χρώμα, δεν τον έχω δει ποτέ μέρα…) μονίμως σαν γουρλωμένα , αδρά χαρακτηριστικά, τετράγωνο σαγώνι, μεγάλο στόμα, εξίσου μεγάλο χαμόγελο. Από μικρός με «περίεργες» παρέες, αναρχικός στην ιδεολογία αλλά και τη δράση, μέχρι να σοβαρευτεί. Τότε μπήκε στον κόσμο της νύχτας. Μεγάλες αγάπες του – όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά: η φωτογραφία, τα ζώα συλλήβδην (εξαιρείται ο άνθρωπος, με τον οποίο τα κριτήρια γίνονται πιο πολύπλοκα) και οι Ρωσίδες
( όχι ακριβώς άνθρωποι για τον Ranxerox, αλλά κάτι άλλο μη διευκρινισμένο!). Λάτρης του κινηματογράφου, των comics, της μουσικής, του sex, της Ελληνικής ιστορίας και των νυχτερινών ως επί το πλείστον συζητήσεων.

Σκηνή 1η

Βράδυ μετά τις τέσσερις, σε στριπτιζάδικο-ψαροταβέρνα σε δρόμο που συνδέει το κέντρο της Αθήνας με τα νότια προάστια. Ο Ranxerox δουλεύει εκεί, ή καλύτερα κάνει το αγροτικό του. Καθισμένος σε ένα τραπέζι στα αριστερά μόλις μπαίνεις στο μαγαζί., συντροφιά με ένα ποτήρι αλκοολούχου περιεχομένου , μέσα στο μισοσκόταδο ελέγχει την κατάσταση. Ψυχολογεί, παρατηρεί, προσέχει, ενίοτε προβλέπει και σπανίως παρεμβαίνει. Για κάποιο λόγο είναι μανουριασμένος σήμερα. Αδειάζει το έκτο ποτήρι Dewars και μ’ ένα νεύμα στο σερβιτόρο ζητάει το έβδομο. Οι κοπέλες περνώντας του χαμογελούν αμήχανα, διατηρώντας ταυτόχρονα και μια απόσταση ασφαλείας. Όταν ο Ranxerox είναι στις μανούρες του χρειάζεται προσοχή. Το παραμικρό λάθος στη συμπεριφορά τους, θα οδηγήσει σε μια έκρηξη που καμία δεν θέλει να υποστεί. Μια κοπέλα ξανθιά, τροφαντή, «μπαλκονάτη» μπρος και πίσω, όχι πάνω από τα 23 είναι η μόνη άνετη. Η Ζένια, ένας Ουκρανικός καρχαρίας, δεν φοβάται. Ξέρει. Ο Ranxerox της έχει αδυναμία. Είναι η Λούμπνα του, περισσότερο μουνάρα όμως από την original και λιγότερο κοριτσάκι.

Όταν υπάρχει κίνδυνος να παρεκτραπεί – χωρίς λόγο - ο Ranxerox, όπου κι αν βρίσκεται η Ζένια σηκώνεται και πηγαίνει στο τραπέζι του, κάθεται στο δεξί του πόδι και με σχεδόν τελετουργικό τρόπο τον αφήνει να περάσει το χέρι του γύρω από τη μέση της, να την σφίξει και τότε αυτή γυρνώντας το σώμα της χώνει το πρόσωπό του μέσα στα θεϊκά βυζιά της. Αυτό ήταν. Ο Ranxerox αρχίζει να χαλαρώνει, να ηρεμεί. Σε πιο δύσκολες περιπτώσεις , το χέρι της χαϊδεύει το «ευαίσθητο μα και προικισμένο» μέλος του σώματός του, κάτι που σχεδόν σίγουρα σημαίνει πως όταν σχολάσουν, θα την βρει το χάραμα στο κρεβάτι του… Γιατί όλα αυτά η Ζένια δεν τα κάνει από επαγγελματική υποχρέωση. Τον γουστάρει όσο την θέλει κι αυτός.

Σκηνή 2η

Ημέρα Τετάρτη, γύρω στις δώδεκα σ’ ένα δρομάκι πολύ κοντά στον πεζόδρομο του Θησείου. Έχουμε παρκάρει – μετά κόπων και βασάνων – τα αυτοκίνητά μας και προχωράμε για το βραδινό καφέ. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, ένα τύπος γύρω στα σαράντα κλωτσάει με μίσος ένα γατί που περνούσε. Το γατί φώναξε και ο Ranxerox αποκρίθηκε. Απευθυνόμενος προς τον κομπλεξικό:

« - Γιατί χτυπάς το ζώο; Τι σου’ κανε;»

« - Άντε γαμήσου ρε μαλάκα βραδιάτικα».

« - Σου επιτέθηκε; Σε τρόμαξε; Φοβάσαι από μικρός τις γάτες;» Προσπαθεί εναγωνίως σχεδόν να βρει άλλοθι στον κομπλεξικό, να τον δικαιολογήσει μέσα του, να αποφύγει το αναπόφευκτο.

« - Άντε γαμήσου σου είπα ρε μαλάκα», επανέρχεται ο άλλος. Ίσως επειδή ήταν βράδυ, δεν μας έβλεπε και τόσο καλά, δεν είδε τον Ranxerox. Ήρεμα κινήθηκε προς το μέρος του και ταυτόχρονα μας είπε: « Προχωράτε και θα σας προλάβω.» Μας πρόλαβε σε δύο-τρία λεπτά.

« - Δεν μπορώ να βλέπω να χτυπούν ανυπεράσπιστους. Τρελαίνομαι». Δίκιο είχε . Δεν σχολιάσαμε περαιτέρω τη φάση.

Δέκα λεπτά αργότερα κι ενώ καθόμασταν στο καφέ, ακούστηκε να πλησιάζει ο ήχος από το ασθενοφόρο.

Σκηνή 3η

Ένα άλλο βράδυ. Φτάνοντας στο καφέ στο οποίο συχνάζει η παρέα, βρίσκω τον Ran μόνο του. Οι υπόλοιποι δεν έχουν έρθει ακόμα. Κάθομαι, χαιρετώ με ένα νεύμα τη μικρούλα που σερβίρει. Το νεύμα αποτελεί ταυτόχρονα και παραγγελία – καφέ και φιλί. Μέσα σε τρία λεπτά έρχονται και τα δυό. Από τον χαιρετισμό που ανταλλάξαμε κατάλαβα πως ο Ranxerox δεν είναι στις καλές του. Στενοχώριες. Περιμένω να μιλήσει. Στρίβει τσιγάρο, τον παρατηρώ και για μια ακόμη φορά αναρωτιέμαι πώς αυτά τα τόσο χοντρά δάκτυλα μπορούν και στρίβουν τόσο λεπτό τσιγάρο. Ανάβει, τραβάει μια βαθιά τζούρα και φυσάει τον καπνό αναστενάζοντας.

« -Τι έγινε ρε μάγκα;» αποφασίζω να ρωτήσω. «Προβλήματα με καμιά γκόμενα;»

« -Όχι ρε Σόφο, τι γκόμενα. Στ’ αρχίδια μου οι γκόμενες. Ο σπόρος.»

Όπου σπόρος, ο γάτος με τον οποίο «συζούσε» τους τελευταίους μήνες. Η ανατροφή και η εκπαίδευσή του ήταν συχνό θέμα συζήτησης. Πολύ έξυπνος και «κολλημένος» με τον Ran, ο σπόρος. Κορυφαίο επίτευγμά του: όταν του ζητούσε ο Ran κατσαρίδα, όποια ώρα της μέρας ή της νύχτας, έφευγε σφαίρα και γυρνούσε πάντα με μια στο στόμα του. Είχε αρκετές εξάλλου στο ισόγειο διαμέρισμα της Νέας Σμύρνης στο οποίο έμεναν, ειδικά από τότε που γκρέμισαν το διπλανό σπίτι για να χτίσουν πολυκατοικία. Ο σπόρος είχε τέσσερις μέρες να γυρίσει. Είχε πεταχτεί φοβισμένος έξω, τη νύχτα με την τρομερή νεροποντή.

« -Τι ο σπόρος; Τον βρήκες; Γύρισε;»

« -Τον βρήκα. Αλλά δε γύρισε. Έφυγε ανεπιστρεπτί. Το μεσημέρι, κάτι μου μύριζε άσχημα. Βγήκα να ψάξω και τον βρήκα στη διπλανή οικοδομή. Πρέπει να έπεσε από το φράχτη και καρφώθηκε σ’ ένα ξύλο. Θα τρόμαξε από τους κεραυνούς».

Σιωπή. Respect. Σβήνουμε σχεδόν μαζί τα τσιγάρα μας.

« - Τουλάχιστον δε θα υπέφερε, θα πέθανε ακαριαία». Τα μόνα λόγια παρηγοριάς που βρήκα να πω.

Σιωπή. Θλίψη πραγματική.

Πέντε λεπτά αργότερα, ήρθαν οι άλλοι.

Σκηνή 4η

Γύρισε η Ζένια από διακοπές στην Ουκρανία. Έλειπε πάνω από ένα μήνα. Τηλέφωνο στον Ranxerox, πρόσκληση να περάσει το βράδυ από το μαγαζί, το στριπτιζάδικο-ψαροταβέρνα. Του είχε πάρει και δώρο.

Έκλασε την παρέα κανονικά. « Sorry παίδες, αλλά πρόκειται για τη Ζένια ! Καταλαβαίνετε τώρα». Καταλαβαίναμε.

Η συνέχεια από τη διήγησή του, την άλλη μέρα:

« -Πήγα κατά τις 4.30 στο μαγαζί. Κάθισα στο τραπέζι μου και μου έφερε ο πιτσιρικάς το ποτό. Η Ζένια ήταν με πελάτη. Ήρθε μετά από μισή ώρα και πήρε τη θέση της πάνω στο πόδι μου. Το δώρο μου ήταν ένα άρωμα. Χαμουρευτήκαμε και συμφωνήσαμε μετά το κλείσιμο, να πάμε σπίτι μου. Είχα «φτιαχτεί» άσχημα. Ήταν , πω πω πω… » είπε όλο ευφράδεια, σουφρώνοντας με τον χαρακτηριστικό του τρόπο τα χείλια του σαν να προσπαθούσαν να φτάσουν τη μύτη του. Μια γκριμάτσα που δήλωνε επιδοκιμασία για γυναίκα στον υπερθετικό βαθμό.

«… Κατά τις πεντέμισι, μετά από τέσσερα ποτά, σκάει στο μαγαζί ο γκόμενός της. Τραβιέται μ’ έναν φλώρο και του τα «τρώει» κανονικά. Μας χάλασε τη φάση. Μου ζήτησε συγγνώμη, σηκώθηκε και πήγε να κάτσει μαζί του – λογικό. Μάλλον του είχε πει ψέματα πως δεν δούλευε για να μείνει μ’ εμένα και ο μαλάκας έκανε έφοδο. Τέλος πάντων πίνω άλλο ένα ποτό, σηκώνομαι, χαιρετάω τα παιδιά και μερικά κορίτσια και πάω να την κάνω. Αφού τα είπαμε λίγο με τον πορτιέρη, πλησιάζω το παπάκι μου με χαλασμένη τη διάθεση. Ακριβώς δίπλα στο μηχανάκι μου είναι παρκαρισμένη μια Mercedes compressor διθέσια και ποιος είναι μέσα; Η Ζένια με το φλώρο. Δε δίνω σημασία, καβαλάω και βάζω μπροστά. Ο τύπος ανοίγει το παράθυρο και λέει: «- Όπως βλέπεις ΕΓΩ φεύγω με τη Ζένια. Να το έχεις υπ’ όψιν σου.» Ασυναίσθητα γυρίζω πίσω να δω σε ποιον μιλάει. Δεν είναι κανείς.

« -Σε μένα μιλάς;» του απαντάω.

« - Σε σένα ρε ξεφτιλισμένε», επιμένει.

« - Βγες έξω να μου το πεις αυτό, μωρή καπότα» του λέω και την ίδια στιγμή η Ζένια τον τραβάει από το μανίκι και του λέει να φύγουν.

Θόλωσα. Ήρθε και μου χάλασε το βράδυ, γαμάει τη Ζένια ο παλίοπουστας, είναι και φραγκάτος και μου τη λέει κι από πάνω! Ε, όχι . Ε ΟΧΙ!!!

Την ώρα που κλείνει το παράθυρο και βάζοντας όπισθεν προσπαθεί να φύγει, φεύγει από μένα ένα δεξί κροσέ. Περνάει το παράθυρο της Mercedes το οποίο έγινε θρύψαλα, και τον βρίσκει γεμάτα στο αριστερό σαγόνι. Το κεφάλι του κάνει πίσω και βρίσκει τη Ζένια στο αριστερό φρύδι και της το σκίζει, ενώ αυτός λιποθυμάει.

Γυρίζω στο παπάκι μου και απομακρύνομαι από το μαγαζί. Περνώντας ρίχνω μια ματιά και βλέπω αυτόν χωρίς αισθήσεις, τη Ζένια μες στα αίματα και το παράθυρο διαλυμένο. Οριστικό. Δεν ήταν η βραδιά μου.»






(To be continued...)